ἀκαλλιέρητος: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ill-omened, [[ἱερά]] Aeschin.
|mdlsjtxt=ill-omened, [[ἱερά]] Aeschin.
}}
{{pape
|ptext=ἀθύτων καὶ ἀκ. ὄντων τῶν ἱερῶν Aeschin. 3.131 vgl. 152, was Luc. <i>Bis acc</i>. 3 nachahmt, da die [[Opfer]] [[ungünstig]], den Göttern nicht [[angenehm]] waren.
}}
}}

Revision as of 17:08, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαλλιέρητος Medium diacritics: ἀκαλλιέρητος Low diacritics: ακαλλιέρητος Capitals: ΑΚΑΛΛΙΕΡΗΤΟΣ
Transliteration A: akalliérētos Transliteration B: akallierētos Transliteration C: akallieritos Beta Code: a)kallie/rhtos

English (LSJ)

ον, not accepted by gods, ill-omened, ἱερά Aeschin. 3.131, 152.

Spanish (DGE)

-ον
acogido desfavorablemente por los dioses ἱερά Aeschin.3.131, 152, cf. Luc.Bis Acc.2, Philostr.VA 8.7.10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les auspices ne sont pas favorables, non agréé par les dieux.
Étymologie: , καλλιερέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκαλλιέρητος: культ. неугодный богам, являющийся дурным предзнаменованием, неблагоприятный (ἱερά Aesch., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαλλιέρητος: -ον, ὃν δὲν ἀπεδέξαντο οἱ θεοί, ὁ κακὸν οἰωνὸν λαβών, ἱερά, Αἰσχίν. 72. 16., 75. 12· μυήσεις, Εὐσ. Ἱ. Ἐκκλ. 9. 3.

Greek Monolingual

ἀκαλλιέρητος, -ον (Α) καλλιερῶ
ο μη «καλλιερήσας», εκείνος που η θυσία του δεν ήταν ευνοϊκή, δεν άρεσε στους θεούς
«ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων τῶν ἱερῶν ὄντων» (Αισχίν. 3, 131).

Greek Monotonic

ἀκαλλιέρητος: -ον, αυτός που έλαβε κακό οιωνό· ἱερά, σε Αισχίν.

Middle Liddell

ill-omened, ἱερά Aeschin.

German (Pape)

ἀθύτων καὶ ἀκ. ὄντων τῶν ἱερῶν Aeschin. 3.131 vgl. 152, was Luc. Bis acc. 3 nachahmt, da die Opfer ungünstig, den Göttern nicht angenehm waren.