ἀκρόλοφος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀκρόλοφος:''' <b class="num">II</b> ὁ вершина холма Plut.<br />с высокой вершиной (πέτραι Anth.).
|elrutext='''ἀκρόλοφος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[вершина холма]] Plut.<br />с высокой вершиной (πέτραι Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:59, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρόλοφος Medium diacritics: ἀκρόλοφος Low diacritics: ακρόλοφος Capitals: ΑΚΡΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: akrólophos Transliteration B: akrolophos Transliteration C: akrolofos Beta Code: a)kro/lofos

English (LSJ)

ον, high-crested, peaked, πρῶνες Opp.C.1.418; πέτραι AP12.185 (Strat.):—Subst., mountain crest, Plu.Publ.22.

Spanish (DGE)

-ον
1 de altos picos πρῶνες Opp.C.1.418, πέτραι AP 12.185 (Strat.).
2 subst. ὁ ἀ. pico de una montaña, Arist.Pepl.63, Plu.Publ.22.

German (Pape)

[Seite 83] ὁ, Hügelspitze, Plut. Popl. 22. – Adj. -φοι πέτραι, hohe Felsen, Strat. 27 (XII, 185); πρῶνες Opp. Cyn. 1, 418.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sommet élevé ; subst.ἀκρόλοφος sommet d'une colline.
Étymologie: ἄκρος, λόφος.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρόλοφος: IIвершина холма Plut.
с высокой вершиной (πέτραι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόλοφος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν τὸν λόφον, τὴν κορυφήν, πέτραι, Ὀππ. Κ. 1. 418, Ἀνθ. Π. 12. 185˙ ὡς οὐσιαστ., δειράς, «ῥάχη», Πλουτ. Ποπλίκ. 22.

Greek Monolingual

ο (Α ἀκρόλοφος) (Α και -ος, -ον)
κορυφή όρους, βουνοκορφή
αρχ.
ως επίθ. αυτός που καταλήγει σε κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + λόφος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρολοφία, ἀκρολοφίτης.

Greek Monotonic

ἀκρόλοφος: -ον, I. αυτός που έχει υψηλή κορυφογραμμή, βουνοκορφή, ο με κορυφή, μυτερός, σε Ανθ.
II. ως ουσ. βουνοκορφή, σε Πλούτ.

Middle Liddell


I. high-crested, peaked, Anth.
II. as substantive a mountain crest, Plut.