ἀνδροδάϊκτος: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ἀνδροδάϊκτος
|Full diacritics=ἀνδροδᾰ́ϊκτος
|Medium diacritics=ἀνδροδάϊκτος
|Medium diacritics=ἀνδροδάϊκτος
|Low diacritics=ανδροδάϊκτος
|Low diacritics=ανδροδάϊκτος
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδροδάϊκτος:''' [δᾰ]-ον ([[ἀνήρ]], δαΐζω), αυτός που σφάζει τους άνδρες, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀνδροδάϊκτος:''' [δᾰ]-ον ([[ἀνήρ]], δαΐζω), αυτός που σφάζει τους άνδρες, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[δαΐζω]]<br />man-[[slaying]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[δαΐζω]]<br />man-[[slaying]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 18:44, 3 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδροδᾰ́ϊκτος Medium diacritics: ἀνδροδάϊκτος Low diacritics: ανδροδάϊκτος Capitals: ΑΝΔΡΟΔΑΪΚΤΟΣ
Transliteration A: androdáïktos Transliteration B: androdaiktos Transliteration C: androdaiktos Beta Code: a)ndroda/i+ktos

English (LSJ)

[δᾰ], ον, man-slaying, murderous, A.Ch.860, cf. Fr.132.

Spanish (DGE)

-ον
asesino de hombres, que mata hombres πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων A.Ch.860, ἀ. ... κόπον A.Fr.212b, cf. Ar.Ra.1264.

German (Pape)

[Seite 218] mannmordend, κόπανον Aesch. Ch. 847; schwieriger ist das frg. des Aesch. bei Ar. Ran. 1263, wo es der Schol. auch trans., Andere pass., wo Männer getödtet werden, das Männergemetzel, übersetzen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
homicide, meurtrier.
Étymologie: ἀνήρ, δαΐζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδροδάϊκτος: убивающий мужей, смертоносный (κόπανον Aesch.; κόπος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδροδάϊκτος: -ον, (δαΐζω) ὁ τοὺς ἄνδρας φονεύων, φονικός, πειραὶ (κατ’ ἄλλους πεῖραι) κοπάνων ἀνδροδαΐκτων Αἰσχύλ. Χο. 860· περὶ τοῦ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 131 (ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 1264) «τί ποτ’ ἀνδροδάϊκτον ἀκούων ἰήκοπον (ἢ ἰὴ κόπον) οὐ πελάθεις ἐπ’ ἀρωγάν; ἴδε Ἑρμάνν. Πονημ. 5. 138· πρβλ. ἰήκοπος.

Greek Monolingual

ἀνδροδάικτος, -ον (Α)
αντροφονιάς, ανδροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + δαϊκτός < δαΐζω «σκοτώνω»].

Greek Monotonic

ἀνδροδάϊκτος: [δᾰ]-ον (ἀνήρ, δαΐζω), αυτός που σφάζει τους άνδρες, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἀνήρ, δαΐζω
man-slaying, Aesch.