ἀποδαρθάνω: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδαρθάνω:''' αόρ. βʹ <i>-έδαρθον</i>, [[κοιμάμαι]] λίγο, [[παίρνω]] έναν υπνάκο, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀποδαρθάνω:''' αόρ. βʹ <i>-έδαρθον</i>, [[κοιμάμαι]] λίγο, [[παίρνω]] έναν υπνάκο, σε Πλούτ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[sleep]] a [[little]], Plut.
|mdlsjtxt=to [[sleep]] a [[little]], Plut.
}}
{{pape
|ptext=([[δαρθάνω]]), <i>[[ausschlafen]]</i>, Hesych.; μικρὸν ἀποδαρθεῖν Plut. <i>Dion</i>. 26; – <i>wieder [[aufwachen]]</i>, Ael. <i>H.A</i>. 3.13 inf. praes.
}}
}}

Revision as of 16:57, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδαρθάνω Medium diacritics: ἀποδαρθάνω Low diacritics: αποδαρθάνω Capitals: ΑΠΟΔΑΡΘΑΝΩ
Transliteration A: apodarthánō Transliteration B: apodarthanō Transliteration C: apodarthano Beta Code: a)podarqa/nw

English (LSJ)

aor. -έδαρθον, inf. A -δραθεῖν Them.Or.7.91a (but v. infr.):—sleep, μικρόν Plu.Dio 26; ἀποδαρθεῖν τὸν ἀηδόνιον ὕπνου Nicoch.4 D. (cf. ἀηδόνιος). II wake up, Ael.NA3.13.

Spanish (DGE)

1 dormir τὸν ἀηδόνιον ὕπνον ... ἀποδαρθόντα (cj.), Nicoch.16, μικρόν Plu.Dio 26, cf. Procop.Goth.4.32.3, Hsch.
2 despertar Ael.NA 3.13.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 ἀποδαρθεῖν;
1 s'endormir;
2 réveiller.
Étymologie: ἀπό, δαρθάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδαρθάνω: засыпать, погружаться в сон (μικρὸν ἀποδαρθεῖν ὑπὸ κόπου βιασθείς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδαρθάνω: μέλλ. -δαρθήσομαι: ἀόρ. -έδαρθον, καὶ ἐν Θεμιστίῳ 91Α -έδραθον: - κοιμῶμαι ὀλίγον, Πλουτ. Δίων 26· «ἀποδαρθάνει· ἀποκοιμᾶται» Ἡσύχιος: ἀποδαρθεῖν ἀηδόνειον ὕπνον, Α. Β. 349, 8, ἴδε ἐν λ. ἀηδόνειος. ΙΙ. ἐξεγείρομαι τοῦ ὕπνου, ἐξυπνῶ, Αἰλ. π. Ζ. 3. 13.

Greek Monolingual

ἀποδαρθάνω (Α) δαρθάνω
1. αποκοιμιέμαι
2. ξυπνάω.

Greek Monotonic

ἀποδαρθάνω: αόρ. βʹ -έδαρθον, κοιμάμαι λίγο, παίρνω έναν υπνάκο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

to sleep a little, Plut.

German (Pape)

(δαρθάνω), ausschlafen, Hesych.; μικρὸν ἀποδαρθεῖν Plut. Dion. 26; – wieder aufwachen, Ael. H.A. 3.13 inf. praes.