ἀποπειράζω: Difference between revisions
From LSJ
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποπειράζω]] (AM) [[απόπειρα]]<br /><b>1.</b> [[δοκιμάζω]], [[επιχειρώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[απόπειρα]] αξιόποινης πράξης [[εναντίον]] κάποιου. | |mltxt=[[ἀποπειράζω]] (AM) [[απόπειρα]]<br /><b>1.</b> [[δοκιμάζω]], [[επιχειρώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[απόπειρα]] αξιόποινης πράξης [[εναντίον]] κάποιου. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[ἀποπειράομαι]], Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 24 November 2022
English (LSJ)
A make trial of, prove, ἀ. εἰ . . Arist.Mir.831a29. 2 make an attempt upon, Μεγάρων App.Pun.117.
Spanish (DGE)
1 probar c. εἰ Arist.Mir.831a29.
2 hacer una intentona contra c. gen. τῶν καλουμένων Μεγάρων App.Pun.117.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπειράζω: Arst. = ἀποπειράω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπειράζω: μέλλ. -ἀσω, [ᾰ] κάμνω ἀπόπειραν, δοκιμάζω ἀπ. εἰ…, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 11. 2˙ κάμνω ἀπόπειραν κατὰ τινος, Μεγάρων Ἀππ. Καρχ. 117.
Greek Monolingual
ἀποπειράζω (AM) απόπειρα
1. δοκιμάζω, επιχειρώ να κάνω κάτι
2. κάνω απόπειρα αξιόποινης πράξης εναντίον κάποιου.
German (Pape)
= ἀποπειράομαι, Sp.