ἀποπειράζω: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποπειράζω]] (AM) [[απόπειρα]]<br /><b>1.</b> [[δοκιμάζω]], [[επιχειρώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[απόπειρα]] αξιόποινης πράξης [[εναντίον]] κάποιου.
|mltxt=[[ἀποπειράζω]] (AM) [[απόπειρα]]<br /><b>1.</b> [[δοκιμάζω]], [[επιχειρώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[απόπειρα]] αξιόποινης πράξης [[εναντίον]] κάποιου.
}}
{{pape
|ptext== [[ἀποπειράομαι]], Sp.
}}
}}

Revision as of 17:00, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπειράζω Medium diacritics: ἀποπειράζω Low diacritics: αποπειράζω Capitals: ΑΠΟΠΕΙΡΑΖΩ
Transliteration A: apopeirázō Transliteration B: apopeirazō Transliteration C: apopeirazo Beta Code: a)popeira/zw

English (LSJ)

A make trial of, prove, ἀ. εἰ . . Arist.Mir.831a29. 2 make an attempt upon, Μεγάρων App.Pun.117.

Spanish (DGE)

1 probar c. εἰ Arist.Mir.831a29.
2 hacer una intentona contra c. gen. τῶν καλουμένων Μεγάρων App.Pun.117.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπειράζω: Arst. = ἀποπειράω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπειράζω: μέλλ. -ἀσω, [ᾰ] κάμνω ἀπόπειραν, δοκιμάζω ἀπ. εἰ…, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 11. 2˙ κάμνω ἀπόπειραν κατὰ τινος, Μεγάρων Ἀππ. Καρχ. 117.

Greek Monolingual

ἀποπειράζω (AM) απόπειρα
1. δοκιμάζω, επιχειρώ να κάνω κάτι
2. κάνω απόπειρα αξιόποινης πράξης εναντίον κάποιου.

German (Pape)

ἀποπειράομαι, Sp.