ἀποτελευτάω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εἰς" to "εἰς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>intr.</i> finir, aboutir, <i>avec</i> [[εἰς]] et l'acc.;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> achever.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τελευτάω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>intr.</i> finir, aboutir, <i>avec</i> εἰς et l'acc.;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> achever.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τελευτάω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:15, 10 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτελευτάω Medium diacritics: ἀποτελευτάω Low diacritics: αποτελευτάω Capitals: ΑΠΟΤΕΛΕΥΤΑΩ
Transliteration A: apoteleutáō Transliteration B: apoteleutaō Transliteration C: apoteleftao Beta Code: a)poteleuta/w

English (LSJ)

intr., end, ἐς τεταρταίους Hp.Aër.10, cf. Alex.Aphr. Pr.2.57; εἰς ἀνίας, εἰς ἡδονάς, Pl.Prt.353e, 354b; ἀποτελευτῶν at last, Id.Plt.310e; εἰς τοὐναντίον καὶ τὸ ἄμεινον Arist.Metaph.983a18; ἡ ὀλιγαρχία εἰς δῆμον ἀπετελεύτησεν Id.Pol.1305b11.

Spanish (DGE)

terminar en c. εἰς: ἐς τεταρταίους Hp.Aër.10, σύνδεσμοι ... ἐς πόδας Hp.Acut.(Sp.) 37, εἰς τὸ κύτος τῆς κοιλίας Alex.Aphr.Pr.2.57
resultar en εἰς ἀνίας Pl.Prt.353e, εἰς ἡδονάς Pl.Prt.354b, εἰς ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους Pl.Epin.984d, εἰς τοὐναντίον καὶ τὸ ἄμεινον Arist.Metaph.983a18, ἡ ὀλιγαρχία ... εἰς δῆμον Arist.Pol.1305b11, εἰς τὸ ἄλογον καὶ φυσικὸν ... τῆς ψυχῆς Plu.2.706a
abs. ἀποτελευτῶσα finalmente Pl.Plt.310e.

German (Pape)

[Seite 330] endigen, aufhören, εἰς ἡδονὰς ἀποτελευτᾷ Plat. Prot. 354 b; Arist. Pol. 5, 6 ὀλιγαρχία εἰς δῆμον ἀπετελεύτησεν, wurde endlich eine Demokratie; Sp. auch act., zu Ende bringen.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 intr. finir, aboutir, avec εἰς et l'acc.;
2 tr. achever.
Étymologie: ἀπό, τελευτάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτελευτάω: заканчиваться, переходить (εἴς τι Plat., Arst. и πρός τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτελευτάω: ἀμεταβ., τελευτῶ, εἴς τι, εἰς πρᾶγμά τι, Ἱππ. π. Ἀέρ. 287· εἰς ἀνίας, εἰς ἡδονάς, Πλάτ. Πρωτ. 353Ε, 354Β· ἀποτελευτῶν, ἐπὶ τέλους, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 310Ε. ΙΙ. φέρω εἰς πέρας, εἰς τέλος, ἀποτελειώνω ἐντελῶς, Ἀλέξ. Ἀφρ.

Greek Monotonic

ἀποτελευτάω: μέλ. -ήσω, καταλήγω, οδηγώ σε συγκεκριμένη έκβαση, εἴςτι, σε Πλάτ.

Middle Liddell


intr. to end, εἴς τι in a thing, Plat.