ἀπροθέτως: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (eles replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπροθέτως]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />[[χωρίς]] [[πρόθεση]], όχι σκόπιμα. | |mltxt=[[ἀπροθέτως]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />[[χωρίς]] [[πρόθεση]], όχι σκόπιμα. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[involuntariamente]], [[maquinalmente]] | |||
}} | }} |
Revision as of 17:02, 12 October 2022
English (LSJ)
Adv., (προτίθημι) undesignedly, Plb.9.12.6.
German (Pape)
[Seite 338] unvorsätzlich, Pol. 9, 12.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροθέτως: без заранее обдуманного плана Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροθέτως: ἐπίρρ. (προτίθημι) ἄνευ προθέσεως, τὰ μὲν οὖν ἀπροθέτως ἐν τοῖς πολεμικοῖς συμβαίνοντα πράξεις μὲν οὐδαμῶς ἁρμόζει λέγειν, περιπετείας δὲ καὶ συγκυρήσεις μᾶλλον Πολύβ. 9. 12, 6: πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.
Greek Monolingual
ἀπροθέτως επίρρ. (Α)
χωρίς πρόθεση, όχι σκόπιμα.