ἀρχαΐζω: Difference between revisions
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />imiter les anciens, se donner l'air d'un ancien.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρχαῖος]]. | |btext=<i>seul. prés.</i><br />[[imiter les anciens]], [[se donner l'air d'un ancien]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀρχαῖος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:00, 9 January 2023
English (LSJ)
to be old-fashioned, copy the ancients in manners, language, etc., D.H.Rh.10.7, Plu.2.558a.
Spanish (DGE)
1 imitar a los antiguos D.H.Rh.10.7, Plu.2.558a.
2 proceder del principio τοῦ θεοῦ λόγου τὰ λογικὰ πλάσματα ἡμεῖς, δι' ὃν ἀρχαΐζομεν somos imágenes racionales del verbo divino, por el que procedemos del principio Clem.Al.Prot.1.6.4.
3 ser antiguo ὅ γε Ἀθηνόδωρος ... ἀρχαΐζειν τὸν Σάραπιν βουληθείς Clem.Al.Prot.4.48, φασὶ δέ τινες ... μηδὲ ἀρχαΐζειν τὴν Ἑβραίων φωνήν Gr.Nyss.Eun.2.256.
German (Pape)
[Seite 364] sich altväterisch benehmen, die Alten in Sitten u. Sprache nachahmen, Plut. S. N. V. 13. Bei Clem. Alex. I, 21 p. 144 = ins Alterthum versetzen.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
imiter les anciens, se donner l'air d'un ancien.
Étymologie: ἀρχαῖος.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχαΐζω: подражать старине (Ἑλληνικῶς ἀ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχᾱΐζω: μέλλ. -ίσω, εἶμαι ἀρχαϊκὸς τοὺς τρόπους, μιμοῦμαι τοὺς ἀρχαίους κατὰ τὰ ἤθη ἢ τὴν γλῶσσαν κτλ., οὔκουν ἀρχαΐζειν ἂν δοκοίη ὁ τὰ ὁλιγάκις εἰρημένα ἀρχαίοις λέγων, ἀλλ’ ὁ τοῖς ἀεὶ λεγομένοις καὶ πανταχοῦ χρώμενος Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 10, 5, Πλούτ. 2. 558Α. ΙΙ. μεταβ. = παριστῶ τινα ὡς ἀρχαῖον, ἀρχαΐζειν τὸν Σάραπιν βουληθεὶς Κλήμ. Ἀλ. Προτρ. 43· ναὶ μὴν καὶ Τέρπανδρον ἀρχαΐζουσί τινες ὁ αὐτ. Στρώμ. 1. σ. 397, 20.
Greek Monolingual
(Α ἀρχαΐζω)
νεοελλ.
μεταχειρίζομαι αρχαϊσμούς, δηλαδή λέξεις και φράσεις απαρχαιωμένες
αρχ.
1. μιμούμαι τους αρχαίους
2. παρουσιάζω κάποιον σαν αρχαίο χωρίς να είναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος.
ΠΑΡ. αρχαϊσμός
νεοελλ.
αρχαϊστής].