ἀσύγκρατος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /> | |btext=ος, ον :<br />qu'on ne peut mêler, incompatible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[συγκρατέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 22:40, 11 December 2022
English (LSJ)
ον, incapable of blending, discordant, δόξαι Plu.2.418d; δυνάμεις, of herbs, cj. ib.134d; φωνή Nicom.Harm.12.
Spanish (DGE)
-ον
no moderado, discordante δόξαι Plu.2.418d, ἀρχαί Plu.2.1112c, φωνή Nicom.Harm.12
•subst. τὸ ἀ. falta de moderación S.E.P.1.43.
German (Pape)
[Seite 379] = ἀσυγκέραστος, Plut. adv. Col. 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on ne peut mêler, incompatible.
Étymologie: ἀ, συγκρατέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀσύγκρᾱτος: беспорядочный, несвязный, нестройный, противоречивый (περί τινος δόξαι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύγκρᾱτος: -ον, = ἀσυγκέραστος, ἀνάρμοστος, ἀσυμβίβαστος, οὐδεὶς μὲν τῶν βεβήλων καὶ ἀμυήτων καὶ περὶ θεῶν δόξας ἀσυγκράτους ἡμῖν ἐχόντων πάρεστιν Πλούτ. 2. 418D, πρβλ. Οὐϋττεμβάχ. αὐτόθι 134D.
Greek Monolingual
ἀσύγκρατος, -ον (Α)
ο ανάρμοστος, ο ασυμβίβαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σύγκρατος (< συγκεράννυμι) «ανάμικτος, στενά ενωμένος»].