ἔκθεσμος: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />extraordinaire, effrayant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[θεσμός]].
|btext=ος, ον :<br />extraordinaire, effrayant.<br />'''Étymologie:''' ἐκ, [[θεσμός]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:03, 9 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκθεσμος Medium diacritics: ἔκθεσμος Low diacritics: έκθεσμος Capitals: ΕΚΘΕΣΜΟΣ
Transliteration A: ékthesmos Transliteration B: ekthesmos Transliteration C: ekthesmos Beta Code: e)/kqesmos

English (LSJ)

ον, lawless, unlawful, Ph.2.502, Phint. ap. Stob.4.23.61, POxy.129.4 (vi A. D.); monstrous, ὄναρ Plu.Caes.32; ὑποθέσεις Phld. Sto.339.18; εὑρήματα Ph.1.335 (Sup.).

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. ἐχθ- Phld.Sto.12.14
I 1ilícito, criminal esp. en rel c. las prohibiciones sex. ἔκθεσμον ... εἶμεν ἁδονᾶς ἕνεκεν ἁμαρτάνεν καὶ ὑβρίζεν Phint.153.5, ref. a un sueño incestuoso, Plu.Caes.32, cf. D.L.9.83, c. otras prohibiciones ἔ. σαρκοφαγία LXX 4Ma.5.14, ὑποθέσεις Phld.l.c., θυσία ... ἡ δι' ἀνθρώπων Hld.10.9.6, ref. a la divergencia relig. ἔθη Ph.2.443, ἀσέβεια Ph.1.205, ἐκθεσμότατα ... εὑρήματα Ph.1.335, ἔ. σπορά la semilla criminal de la divergencia, Athenag.Res.1.1, συνήθεια Gr.Nyss.Eun.2.197, εἰδωλολατρία Eus.VC 1.13.3, gener. πράγματα POxy.129.4 (VI d.C.), ἁμαρτία Anon. en Zonar.
subst. τὸ ἔ. acto ilícito ἔκθεσμα δρῶντος Phalar.Ep.122, cf. Philost.HE 6.3 (p.71.18).
2 aberrante, irregular en la crít. lingüíst. y literaria τινὲς γράφουσιν «ἰῶ», εἶτα «καταδακρυόεσσαν». γίνεται δὲ ἔκθεσμον Sch.Er.Il.11.601a, cf. 3.244, EM 481.27G.
subst. neutr. plu. cosas aberrantes, absurdos op. σοφά Aristarch. en Sch.Pi.O.2.152c.
II adv. -ως
1 ilícitamente de la elección de un obispo, Synes.Ep.67 (p.108).
2 de modo antinatural o aberrante, criminalmente θυγατράσι καὶ ἀδελφαῖς μίγνυσθαι Eus.PE 1.4.6.

German (Pape)

[Seite 760] außer dem Gesetz, gesetzwidrig, Philo u. a. Sp. Dah. = greulich, ὄναρ Plut. Caes. 32. – Adv., Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extraordinaire, effrayant.
Étymologie: ἐκ, θεσμός.

Russian (Dvoretsky)

ἔκθεσμος: жуткий, страшный (ὄναρ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκθεσμος: -ον, ὁ ἐκτὸς τοῦ νόμου, ἄνομος, παράνομος, Λατ. exlex, Φιντ. παρὰ Στόβ. 444. 37· φρικτός, δεινός, ὄναρ Πλουτ. Καῖσ. 32. - Ἐπίρρ. -μως, Συνέσ. 210 Α.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκθεσμος, -ον)
αυτός που γίνεται με παράβαση τών θεσμών, παράνομος
μσν.
(για πρόσ.) άδικος, άνομος
αρχ.
τερατώδης, φρικτός («ἔκθεσμον ὄναρ»).

Greek Monotonic

ἔκθεσμος: -ον, ὁ, ο εκτός νόμου, παράνομος· φρικτός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἔκ-θεσμος, ον
out of law, lawless: horrible, Plut.