ὀρθόφρων: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orthofron | |Transliteration C=orthofron | ||
|Beta Code=o)rqo/frwn | |Beta Code=o)rqo/frwn | ||
|Definition=ονος, ὁ, ἡ, [[of excited mind]], | |Definition=-ονος, ὁ, ἡ, [[of excited mind]], S.''Fr.''1077. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:23, 25 August 2023
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ, of excited mind, S.Fr.1077.
German (Pape)
[Seite 376] mit gradem Sinne oder gespannter Seele, Soph. frg. 923, Phot. erkl. ἀνατεταμένος καὶ μετέωρος ταῖς φρεσίν.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθόφρων: 2, gen. ονος с напряжением ожидающий, полный нетерпения Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόφρων: ὁ, ἡ, «ἀνατεταμένος καὶ μετέωρος ταῖς φρεσίν· οὕτως Σοφοκλῆς» (Φώτ.), Λατ. erectus animo, Σοφ. Ἀποσπ. 923. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀνατεταμένας φρένας ἔχων, ἢ ὀρθάς. μετέωρος».
Greek Monolingual
-ον (ΑΜ ὀρθόφρων, -ον)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που σκέπτεται λογικά, συνετός, σώφρων
μσν.
ορθόδοξος
αρχ.
(κατά τον Φώτ.) «ἀνατεταμένος καὶ μετέωρος ταῖς φρεσίν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].