ὀρθόβουλος: Difference between revisions
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui conseille droitement, qui donne des sages avis.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[βουλή]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui conseille droitement]], [[qui donne des sages avis]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[βουλή]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:25, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, right-counselling, wise, μῆτις, μαχαναί, Pi.P.4.262,8.75; of persons, A.Pr.18.
German (Pape)
[Seite 374] grade, recht rathend, guten Rath gebend; μῆτις, μαχαναί, Pind. P. 4, 262. 8, 78; Θέμις, Aesch. Prom. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui conseille droitement, qui donne des sages avis.
Étymologie: ὀρθός, βουλή.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθόβουλος: дающий справедливые советы, правильно советующий (μῆτις Pind.; Θέμις Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόβουλος: ὁ ὀρθὰ βουλευόμενος, σοφός, μῆτις, μηχαναὶ Πινδ. Π. 4. 466., 8. 106· ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Πρ. 18.
English (Slater)
ὀρθόβουλος, -ον of correct counsel ὀρθόβουλον μῆτιν ἐφευρομένοις (P. 4.262) ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.75)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀρθόβουλος, -ον)
αυτός που σκέπτεται σωστά, που δίνει ορθή βουλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. κακό-βουλος].
Greek Monotonic
ὀρθόβουλος: -ον, αυτός που παρέχει σωστές συμβουλές σε Πίνδ., Αισχύλ.
Middle Liddell
ὀρθό-βουλος, ον,
right-counselling, Pind., Aesch.