ὑμενώδης: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ymenodis | |Transliteration C=ymenodis | ||
|Beta Code=u(menw/dhs | |Beta Code=u(menw/dhs | ||
|Definition=ες, < | |Definition=ες,<br><span class="bld">A</span> = [[ὑμενοειδής]] ([[membrane-like]], [[membranous]]), [[πόροι]] Arist.''HA''514a32; [[ὑστέρα]]ι ib.510b23; [[πλεύμων]] Id.''PA''669a34; ([[μήτρα]]) Thphr.''HP''1.6.1; [[τύπος]], [[σῶμα]], Sor.1.57,82; [[σύνδεσμοι]], [[τένων]], etc., Gal.''UP''1.15, 2.7, al.<br><span class="bld">II</span> of [[liquid]]s, [[containing fibres]], [[full of membranous substances]] or [[full of membranous fibres]], οὖρον Hp.''Coac.''571. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑμενώδης''': [ῠ], ες, = [[ὑμενοειδής]], πόροι Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 2· ὑστέραι [[αὐτόθι]] 3. 1, 23· [[πλεύμων]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 7, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ ὑγρῶν, [[πλήρης]] ὑμενωδῶν ὑλῶν ἢ ἰνῶν, [[οὖρον]] Ἱππ. Κωακ. Προγν. 123. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες / [[ὑμενώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ὑμήν]], -[[ένος]]]<br />αυτός που έχει [[σύσταση]] ή υφή υμένα, [[υμενοειδής]] («[[υμενώδης]] [[λαβύρινθος]] του έσω [[ωτός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για υγρά) [[γεμάτος]] υμενοειδείς ύλες ή ίνες. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑμενώδης:''' Arst. = [[ὑμενοειδής]]. | |elrutext='''ὑμενώδης:''' Arst. = [[ὑμενοειδής]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 20 December 2022
English (LSJ)
ες,
A = ὑμενοειδής (membrane-like, membranous), πόροι Arist.HA514a32; ὑστέραι ib.510b23; πλεύμων Id.PA669a34; (μήτρα) Thphr.HP1.6.1; τύπος, σῶμα, Sor.1.57,82; σύνδεσμοι, τένων, etc., Gal.UP1.15, 2.7, al.
II of liquids, containing fibres, full of membranous substances or full of membranous fibres, οὖρον Hp.Coac.571.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμενώδης: [ῠ], ες, = ὑμενοειδής, πόροι Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 2· ὑστέραι αὐτόθι 3. 1, 23· πλεύμων ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 7, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ ὑγρῶν, πλήρης ὑμενωδῶν ὑλῶν ἢ ἰνῶν, οὖρον Ἱππ. Κωακ. Προγν. 123.
Greek Monolingual
-ες / ὑμενώδης, -ῶδες, ΝΑ ὑμήν, -ένος]
αυτός που έχει σύσταση ή υφή υμένα, υμενοειδής («υμενώδης λαβύρινθος του έσω ωτός»)
αρχ.
(για υγρά) γεμάτος υμενοειδείς ύλες ή ίνες.
German (Pape)
[Seite 1178] ες, zsgzgn statt ὑμενοειδής, Arist. H. A. 1, 16.
Russian (Dvoretsky)
ὑμενώδης: Arst. = ὑμενοειδής.