ὑπερκατάληκτος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperkataliktos | |Transliteration C=yperkataliktos | ||
|Beta Code=u(perkata/lhktos | |Beta Code=u(perkata/lhktos | ||
|Definition= | |Definition=ὑπερκατάληκτον, [[hypercatalectic]], Heph.4.4, Aristid.Quint.1.23. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:50, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑπερκατάληκτον, hypercatalectic, Heph.4.4, Aristid.Quint.1.23.
German (Pape)
[Seite 1197] s. καταληκτικός, Gramm.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερκατάληκτος: стих. содержащий лишнее количество слогов (ῥυθμός).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερκατάληκτος: -ον, ἴδε καταληκτικός.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπερκατάληκτος, -ον, ΝΑ
(μετρ.) (για στίχο) αυτός που στο τελευταίο μέτρο έχει μία ή δύο συλλαβές περισσότερες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καταλήγω.