ὑπόλεπτος: Difference between revisions
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />un peu mince, grêle.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λεπτός]]. | |btext=ος, ον :<br />[[un peu mince]], [[grêle]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λεπτός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:45, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, somewhat thin, ῥόος Aret.SD2.11, cf. Luc.Philops. 34, Ael.NA16.15.
German (Pape)
[Seite 1223] etwas dünn, sein, zart; Philostr. imagg. 2, 29; Luc. Philops. 37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu mince, grêle.
Étymologie: ὑπό, λεπτός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόλεπτος: тонковатый: ὑ. τὰ σκέλη Luc. тонконогий.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόλεπτος: -ον, ὀλίγον τι λεπτός, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12, Λουκ. Φιλοψ. 34, Αἰλ. π. Ζ. 16. 15.
Greek Monolingual
-ον, Α λεπτός
αυτός που χαρακτηρίζεται από κάποια μορφή λεπτότητας, ο κάπως λεπτός («ἐπιμήκη, σιμόν, πρόχειλον, ὑπόλεπτον τὰ σκέλη», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
ὑπόλεπτος: -ον, κάπως λεπτός, σε Λουκ.