ὑπνοφόβης: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που φοβίζει κάποιον στον ύπνο του, [[εφιαλτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕπνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φόβης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέβομαι]] «[[φοβάμαι]]», πιθ. μέσω του τ. [[φόβη]], ο [[οποίος]], όμως, διαφέρει οημασιολογικώς), <b>πρβλ.</b> <i>ὑδρο</i>-<i>φόβᾱς</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που φοβίζει κάποιον στον ύπνο του, [[εφιαλτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕπνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φόβης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέβομαι]] «[[φοβάμαι]]», πιθ. μέσω του τ. [[φόβη]], ο [[οποίος]], όμως, διαφέρει οημασιολογικώς), [[πρβλ]]. [[ὑδροφόβᾱς]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:15, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπνοφόβης Medium diacritics: ὑπνοφόβης Low diacritics: υπνοφόβης Capitals: ΥΠΝΟΦΟΒΗΣ
Transliteration A: hypnophóbēs Transliteration B: hypnophobēs Transliteration C: ypnofovis Beta Code: u(pnofo/bhs

English (LSJ)

ου, ὁ, driving away sleep, of Dionysus, AP9.524.21.

German (Pape)

[Seite 1207] ὁ, im Schlafe od. Traume schreckend, Bacchus, Hymn. (IX, 524, 21).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui trouble par des songes effrayants (Bacchus).
Étymologie: ὕπνος, φοβέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπνοφόβης: ου adj. m пугающий во сне (эпитет Диониса) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπνοφόβης: -ου, ὁ φοβῶν, πτοῶν τινα καθ’ ὕπνους, Ἀνθ. Παλατ. 9. 524, 21.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που φοβίζει κάποιον στον ύπνο του, εφιαλτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + -φόβης (< φέβομαι «φοβάμαι», πιθ. μέσω του τ. φόβη, ο οποίος, όμως, διαφέρει οημασιολογικώς), πρβλ. ὑδροφόβᾱς].

Greek Monotonic

ὑπνοφόβης: -ου, ὁ (φοβέω), αυτός που τρομάζει, φοβίζει κάποιον κατά την διάρκεια ύπνου, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑπνο-φόβης, ου, ὁ, φοβέω
scaring in sleep, Anth.