abogado: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(CSV import) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[δικαιολόγος]], [[δικηγόρος]], [[δικογράφος]], [[δικολέκτης]], [[δικολόγος]], [[δικοτέχνης]], [[ | |sltx=[[ἀγοραῖος]], [[ἀρωγός]], [[δικαιολόγος]], [[δικηγόρος]], [[δικήγορος]], [[δικογράφος]], [[δικολέκτης]], [[δικολόγος]], [[δικοτέχνης]], [[ἐκβιβαστής]], [[ἔκδικος]], [[ξύνδικος]], [[ξυνήγορος]], [[παράκλητος]], [[πρόδικος]], [[προήγορος]], [[ῥητὴρ δικῶν]], [[συνάγορος]], [[σύνδικος]], [[συνήγορος]], [[σχολαστικός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:56, 12 November 2024
Spanish > Greek
ἀγοραῖος, ἀρωγός, δικαιολόγος, δικηγόρος, δικήγορος, δικογράφος, δικολέκτης, δικολόγος, δικοτέχνης, ἐκβιβαστής, ἔκδικος, ξύνδικος, ξυνήγορος, παράκλητος, πρόδικος, προήγορος, ῥητὴρ δικῶν, συνάγορος, σύνδικος, συνήγορος, σχολαστικός