ρώομαι: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=ὁρμῶ). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις: [[ὁρμή]], [[ἐρύω]]. Δές γιά παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ρώννυμι]]. | |mantxt=(=[[ὁρμῶ]]). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις: [[ὁρμή]], [[ἐρύω]]. Δές γιά παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ρώννυμι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 29 November 2022
Greek Monolingual
Α
(επικ.τ.) (αποθ.)
1. (συν. για πολεμιστή) κινούμαι με ταχύτητα, με ορμή, σπεύδω, εφορμώ («πολλοὶ δὲ ἥρωες Ἀχαιοὶ τεύχεσιν ἐρρώσαντο περὶ πυρὴν», Ομ. Οδ.)
2. (για χορευτές) εκτελώ γρήγορες κινήσεις
3. (για μαλλιά) κυματίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, η λ. συνδέεται με τα ῥώμη, ῥώννυμι (βλ. λ. ῥώννυμι). Αντίθετα, η άποψη ότι η λ. σχηματίστηκε από την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα ῥω- του ῥεω (πρβλ. πλώω: πλέω) προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
Mantoulidis Etymological
(=ὁρμῶ). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις: ὁρμή, ἐρύω. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα ρώννυμι.