μαλακύνω: Difference between revisions

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[μαλακύνω]]) [[μαλακός]]<br /><b>1.</b> [[μαλακώνω]], [[απαλύνω]]<br /><b>2.</b> [[εξασθενώ]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον άτολμο, δειλό («[[κύριος]] ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>μαλακύνομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[οκνηρός]] και [[δειλός]] («[[ὄπισθεν]] ἕπεσθε... ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=(Α [[μαλακύνω]]) [[μαλακός]]<br /><b>1.</b> [[μαλακώνω]], [[απαλύνω]]<br /><b>2.</b> [[εξασθενώ]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον άτολμο, δειλό («[[κύριος]] ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>μαλακύνομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[οκνηρός]] και [[δειλός]] («[[ὄπισθεν]] ἕπεσθε... ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{pape
|ptext=<i>[[weichmachen]], [[erweichen]]</i>, = [[μαλάσσω]], Hippocr.; <i>[[verweichlichen]]</i>, Muson. bei Stob. <i>fl</i>. 1.84; – ἤν τις μαλάκυνηται, <i>wenn man [[saumselig]] ist, zurückbleibt</i>, Xen. <i>Cyr</i>. 3.2.5; vgl. ταῖς ψυχαῖς ἐμαλακύνοντο DS. 17.10.
}}
}}

Revision as of 16:43, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλακύνω Medium diacritics: μαλακύνω Low diacritics: μαλακύνω Capitals: ΜΑΛΑΚΥΝΩ
Transliteration A: malakýnō Transliteration B: malakynō Transliteration C: malakyno Beta Code: malaku/nw

English (LSJ)

soften, v.l. for μαλακευνέω in Hp.Vict.2.66; αἱ πυρώσεις τὸν σίδηρον -ουσιν Ph.Bel.71.43; Κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου LXX Jb.23.16; weaken, χεῖρας καὶ πόδας Muson.Fr.19p.107H.:—Pass., become soft, flag, X.Cyr.3.2.5; ταῖς ψυχαῖς D.S.17.10.

French (Bailly abrégé)

amollir ; Pass. se laisser amollir, agir mollement, faiblir.
Étymologie: μαλακός.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκύνω: μαλάσσω. μαλακίζω, Ἱππ. 365. 10· καθιστῶ τι μαλθακόν, ἀδύνατον, ἀσθενές, χεῖράς τε καὶ πόδας περιδέσει πίλων ἢ ὑφασμάτων τινῶν μαλακύνειν Μουσώνιος παρὰ Στοβ. ἐν Ἀνθολ. 1, 84· ἐν τέλ.· - Παθ., ὡς τὸ μαλακίζομαι, ἐκλύομαι, γίνομαι μαλακός, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 5· ταῖς ψυχαῖς Διόδ. 17. 10.

Greek Monolingual

μαλακύνω) μαλακός
1. μαλακώνω, απαλύνω
2. εξασθενώ κάποιον ή κάτι
αρχ.
1. κάνω κάποιον άτολμο, δειλό («κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου», ΠΔ)
2. παθ. μαλακύνομαι
γίνομαι οκνηρός και δειλόςὄπισθεν ἕπεσθε... ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.).

German (Pape)

weichmachen, erweichen, = μαλάσσω, Hippocr.; verweichlichen, Muson. bei Stob. fl. 1.84; – ἤν τις μαλάκυνηται, wenn man saumselig ist, zurückbleibt, Xen. Cyr. 3.2.5; vgl. ταῖς ψυχαῖς ἐμαλακύνοντο DS. 17.10.