στρεβλωτήριος: Difference between revisions

From LSJ

σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[στρεβλωτήριος]], -ον, ΝΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το στρεβλωτήριο</i><br />η [[στρέβλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που βασανίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>στρεβλῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀναστομω</i>-<i>τήριος</i>)].
|mltxt=-α, -ο / [[στρεβλωτήριος]], -ον, ΝΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το στρεβλωτήριο</i><br />η [[στρέβλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που βασανίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>στρεβλῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. [[ἀναστομωτήριος]])].
}}
}}

Revision as of 16:20, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεβλωτήριος Medium diacritics: στρεβλωτήριος Low diacritics: στρεβλωτήριος Capitals: ΣΤΡΕΒΛΩΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: streblōtḗrios Transliteration B: streblōtērios Transliteration C: strevlotirios Beta Code: streblwth/rios

English (LSJ)

α, ον, racking, torturing, Hsch. s.v. λυγῶδες: στρεβλωτήριον, τό, rack, LXX 4 Ma.8.13.

German (Pape)

[Seite 953] folternd, marternd, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στρεβλωτήριος: -α, -ον, βασανίζων, βασανιστικός, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λύγος· - στρεβλωτήριον, τό, βασανιστήριον, στρέβλη, Ἰωσήπ. Μακκ. 8.

Greek Monolingual

-α, -ο / στρεβλωτήριος, -ον, ΝΑ
το ουδ. ως ουσ. το στρεβλωτήριο
η στρέβλη
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που βασανίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλῶ + επίθημα -τήριος (πρβλ. ἀναστομωτήριος)].