λήσμων: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "[πρβλ. " to "[πρβλ. ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λήσμων]], -ον (Α)<br />[[επιλήσμων]], [[ξεχασιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λᾱθ</i>-<i>μων</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>λᾱθ</i>- του [[λανθάνω]], [[[πρβλ]]. [[λήθη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μων</i>), [[πρβλ]]. [[γνώμων]], [[τλήμων]]. Το -<i>σ</i>- του τ. αναλογικά [[προς]] τους άλλους του [[λανθάνω]] με -<i>σ</i>- ([[πρβλ]]. [[λήστις]])].
|mltxt=[[λήσμων]], -ον (Α)<br />[[επιλήσμων]], [[ξεχασιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λᾱθ</i>-<i>μων</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>λᾱθ</i>- του [[λανθάνω]], [πρβλ. [[λήθη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μων</i>), [[πρβλ]]. [[γνώμων]], [[τλήμων]]. Το -<i>σ</i>- του τ. αναλογικά [[προς]] τους άλλους του [[λανθάνω]] με -<i>σ</i>- ([[πρβλ]]. [[λήστις]])].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ον, <i>[[vergessend]], [[vergeßlich]]</i>, erst Sp., wie Themist., τινός.
|ptext=ον, <i>[[vergessend]], [[vergeßlich]]</i>, erst Sp., wie Themist., τινός.
}}
}}

Revision as of 06:55, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήσμων Medium diacritics: λήσμων Low diacritics: λήσμων Capitals: ΛΗΣΜΩΝ
Transliteration A: lḗsmōn Transliteration B: lēsmōn Transliteration C: lismon Beta Code: lh/smwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (λήθω) unmindful, Them.Or.22.268c.

Greek (Liddell-Scott)

λήσμων: -ον, γεν. -ονος, (λήθω) ἐπιλήσμων, μὴ σκεπτόμενος περί τινος, ἀδιάφορος, Θεμίστ. 268C.

Greek Monolingual

λήσμων, -ον (Α)
επιλήσμων, ξεχασιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱθ-μων (< θ. λᾱθ- του λανθάνω, [πρβλ. λήθη + επίθημα -μων), πρβλ. γνώμων, τλήμων. Το -σ- του τ. αναλογικά προς τους άλλους του λανθάνω με -σ- (πρβλ. λήστις)].

German (Pape)

ον, vergessend, vergeßlich, erst Sp., wie Themist., τινός.