μελιτίτης: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελιτίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) αυτός που έχει παρασκευαστεί από [[μέλι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. <i>μαργαρ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=[[μελιτίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) αυτός που έχει παρασκευαστεί από [[μέλι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[μαργαρίτης]])].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[ῑ], [[οἶνος]], ὁ, <i>mit [[Honig]] bereiteter Wein, [[vinum]] mulsum</i>, Diosc. und andere Spätere
|ptext=[ῑ], [[οἶνος]], ὁ, <i>mit [[Honig]] bereiteter Wein, [[vinum]] mulsum</i>, Diosc. und andere Spätere
}}
}}

Revision as of 16:15, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελιτίτης Medium diacritics: μελιτίτης Low diacritics: μελιτίτης Capitals: ΜΕΛΙΤΙΤΗΣ
Transliteration A: melitítēs Transliteration B: melititēs Transliteration C: melititis Beta Code: meliti/ths

English (LSJ)

[τῑ] οἶνος, ὁ, A wine prepared with honey, Dsc.5.7. II μ. λίθος honey-stone, ib.133, Gal.12.195, Plin.HN36.140 (v.l.).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 μελιτίτης οἶνος, vin miellé;
2 μελιτίτης λίθος, topaze, pierre précieuse jaune miel.
Étymologie: μέλι.

Greek (Liddell-Scott)

μελῐτίτης: οἶνος [ῑ], ὁ, οἶνος παρεσκευασμένος μετὰ μέλιτος, Λατ. vinum mulsum, Διοσκ. 5. 15. ΙΙ. μ. λίθος, εἶδος πολυτίμου λίθου, αὐτόθι 151, Πλίν. 36. 33.

Greek Monolingual

μελιτίτης, ὁ (Α)
1. (για κρασί) αυτός που έχει παρασκευαστεί από μέλι
2. είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. μαργαρίτης)].

German (Pape)

[ῑ], οἶνος, ὁ, mit Honig bereiteter Wein, vinum mulsum, Diosc. und andere Spätere