ἀκροάζομαι: Difference between revisions
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[escuchar]] c. gen. de cosa κρεγμῶν Epich.108<br /><b class="num">•</b>c. gen. pers. Men. en Sud.s.u. Κωρυκαῖος. | |dgtxt=[[escuchar]] c. gen. de cosa κρεγμῶν Epich.108<br /><b class="num">•</b>c. gen. pers. Men. en Sud.s.u. Κωρυκαῖος. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[ἀκροάομαι]], Epich. bei Ath. IV.188c (Emperius [[vermutet]] ἀκοάζομαι = [[ἀκουάζομαι]]); [[Κωρυκαῖος]] ἠκροάζετο Zenob. 4.75, aus Men.; in <i>A.B</i>. steht ἠκροάσατο, was Meineke vorzieht. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἀκροάζομαι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για γιατρούς) [[ακούω]] με το [[αφτί]] ή με τη [[βοήθεια]] στηθοσκοπίου τους ψόφους ή ήχους που παράγονται στην [[καρδιά]], στους πνεύμονες κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[ακούω]] με [[προσοχή]], αφουγκράζομαι<br /><b>αρχ.</b><br />ἀκροῶμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του ρ. <i>ἀκροῶμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακροάσιμος]]]. | |mltxt=(Α [[ἀκροάζομαι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για γιατρούς) [[ακούω]] με το [[αφτί]] ή με τη [[βοήθεια]] στηθοσκοπίου τους ψόφους ή ήχους που παράγονται στην [[καρδιά]], στους πνεύμονες κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[ακούω]] με [[προσοχή]], αφουγκράζομαι<br /><b>αρχ.</b><br />ἀκροῶμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του ρ. <i>ἀκροῶμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακροάσιμος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 30 November 2022
English (LSJ)
= ἀκροάομαι, Epich.109, f.l. in Men.150.
Spanish (DGE)
escuchar c. gen. de cosa κρεγμῶν Epich.108
•c. gen. pers. Men. en Sud.s.u. Κωρυκαῖος.
German (Pape)
= ἀκροάομαι, Epich. bei Ath. IV.188c (Emperius vermutet ἀκοάζομαι = ἀκουάζομαι); Κωρυκαῖος ἠκροάζετο Zenob. 4.75, aus Men.; in A.B. steht ἠκροάσατο, was Meineke vorzieht.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροάζομαι: Men. = ἀκροάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροάζομαι: ἀκροάομαι, Ἐπίχ. 75. Ahr., Μένανδ. ἐν «Ἐγχειριδίῳ» 2· διωρθώθη νῦν εἰς ἠκροάσατο, ἀντὶ ἠκροάζετο. Ἴδε Μεϊνεκίου Ἀποσπ. Κωμ. τόμ. Β, σ. 898, μικρ. ἔκδ.
Greek Monolingual
(Α ἀκροάζομαι)
νεοελλ.
1. (για γιατρούς) ακούω με το αφτί ή με τη βοήθεια στηθοσκοπίου τους ψόφους ή ήχους που παράγονται στην καρδιά, στους πνεύμονες κ.λπ.
2. ακούω με προσοχή, αφουγκράζομαι
αρχ.
ἀκροῶμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ρ. ἀκροῶμαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροάσιμος].