μελίρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui laisse couler le miel.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[ῥέω]].
|btext=ος, ον :<br />qui laisse couler le miel.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[ῥέω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[honigströmend]], [[honigfließend]]</i>; [[κρῆναι]], Plat. <i>Ion</i> 534a; Nonn. vom [[Manna]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελίρ-ρῠτος, ον [ῥέω]<br />[[honey]]-[[flowing]], Plat.
|mdlsjtxt=μελίρ-ρῠτος, ον [ῥέω]<br />[[honey]]-[[flowing]], Plat.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[honigströmend]], [[honigfließend]]</i>; [[κρῆναι]], Plat. <i>Ion</i> 534a; Nonn. vom [[Manna]].
}}
}}

Revision as of 12:34, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίρρῠτος Medium diacritics: μελίρρυτος Low diacritics: μελίρρυτος Capitals: ΜΕΛΙΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: melírrytos Transliteration B: melirrytos Transliteration C: melirrytos Beta Code: meli/rrutos

English (LSJ)

ον, = μελίρροος (flowing with honey), κρῆναι Pl. Ion 534b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui laisse couler le miel.
Étymologie: μέλι, ῥέω.

German (Pape)

honigströmend, honigfließend; κρῆναι, Plat. Ion 534a; Nonn. vom Manna.

Russian (Dvoretsky)

μελίρρῠτος: струящий мед, текущий медом (κρῆναι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

μελίρρῠτος: -ον, = τῷ προηγ., κρῆναι Πλάτ. Ἴων 534Α, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 6. 32.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελίρρυτος, -ον)
1. αυτός που το στόμα του στάζει μέλι, μελιστάλαχτος, μελισταγής («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» — τους τρεις Ιεράρχες)
2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλιφωνή μελίρρυτη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. αιμόρρυτος, αλίρρυτος].

Greek Monotonic

μελίρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που ρέει μέλι, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μελίρ-ρῠτος, ον [ῥέω]
honey-flowing, Plat.