μεγαλορρέκτης: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=megalorrektis | |Transliteration C=megalorrektis | ||
|Beta Code=megalorre/kths | |Beta Code=megalorre/kths | ||
|Definition= | |Definition=μεγαλορρέκτου, ὁ, [[one who does great things]], Adam.2.39. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:33, 25 August 2023
English (LSJ)
μεγαλορρέκτου, ὁ, one who does great things, Adam.2.39.
Greek (Liddell-Scott)
μεγαλορρέκτης: ὁ, μεγάλα πράττων, μεγαλόδοξος ἢ πλεονέκτης, κακορρέκτου καὶ μεγαλορρέκτου καὶ φευκτέου ἀνδρὸς Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 27.
Greek Monolingual
μεγαλορρέκτης, ὁ (Α)
αυτός που κάνει σπουδαία έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + ῥέκτης (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακορρέκτης, χειρορρέκτης].
German (Pape)
ὁ, = μεγαλοπράγμων, Adamant. phys. 2.27.