λεπτόστομος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[λεπτόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[λεπτό]], μικρό και στενό, [[στόμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[λεπτόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[λεπτό]], μικρό και στενό, [[στόμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. [[αυθαδόστομος]], [[κακό]]-<i>στομος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 8 May 2023
English (LSJ)
ον, with small mouth, Arist.Fr.304.
German (Pape)
[Seite 31] mit kleinem Munde, Gegensatz παχύστομος, Arist. bei Ath. III, 88 b.
Russian (Dvoretsky)
λεπτόστομος: с маленьким ротовым отверстием (πίννη Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόστομος: -ον, ἔχων μικρὸν στόμα, Ἀριστ. παρ’ Ἀθην. 88Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λεπτόστομος, -ον)
αυτός που έχει λεπτό, μικρό και στενό, στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδόστομος, κακό-στομος].