λεπτοχειλής: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leptocheilis | |Transliteration C=leptocheilis | ||
|Beta Code=leptoxeilh/s | |Beta Code=leptoxeilh/s | ||
|Definition= | |Definition=λεπτοχειλές, [[thin-lipped]], ib.528a29; [[varia lectio|v.l.]] [[λεπτόχειλος]], [[ον]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:34, 25 August 2023
English (LSJ)
λεπτοχειλές, thin-lipped, ib.528a29; v.l. λεπτόχειλος, ον.
German (Pape)
[Seite 31] ές, mit dünnen Lippen, Gegensatz παχυχειλής, Arist. H. A. 4, 4, v.l. λεπτόχειλος.
Russian (Dvoretsky)
λεπτοχειλής: v.l. λεπτόχειλος 2 досл. с тонкими губами, перен. с тонкими краями (τὰ ὄστρακα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
λεπτοχειλής: -ές, ἔχων λεπτὰ χείλη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 7· διάφ. γραφ. λεπτόχειλος, ον.
Greek Monolingual
λεπτοχειλής, -ές (Α)
αυτός που έχει λεπτά χείλη, λεπτόχειλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -χειλής (< χεῖλος), πρβλ. επιχειλής, ισοχειλής].