Σικανία: Difference between revisions
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Sikania | |Transliteration C=Sikania | ||
|Beta Code=*sikani/a | |Beta Code=*sikani/a | ||
|Definition=Ion. [[Σικανίη]], ἡ, [[Sicania]], old name of Sicily as inhabited by [[Σικανοί]] (afterwards of the part they inhabited, St.Byz.), | |Definition=Ion. [[Σικανίη]], ἡ, [[Sicania]], old name of Sicily as inhabited by [[Σικανοί]] (afterwards of the part they inhabited, St.Byz.), Od.24.307; Σ. ἡ νῦν Σικελίη καλευμένη Hdt.7.170:—[[Σικανός|Σῐκᾰνός]] [ῐκᾰ] Call.''Dian.''57], ὁ, a [[Sicanian]], Th.6.2, Philist.3, etc.: Adj. [[Σικανικός|Σῐκᾰνικός]], ή, όν, Th.6.62; ἐν τῇ Σ. τῆς Σικελίας [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''359b15 ([[varia lectio|v.l.]] [[Σικάνῃ]]). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
Ion. Σικανίη, ἡ, Sicania, old name of Sicily as inhabited by Σικανοί (afterwards of the part they inhabited, St.Byz.), Od.24.307; Σ. ἡ νῦν Σικελίη καλευμένη Hdt.7.170:—Σῐκᾰνός [ῐκᾰ] Call.Dian.57], ὁ, a Sicanian, Th.6.2, Philist.3, etc.: Adj. Σῐκᾰνικός, ή, όν, Th.6.62; ἐν τῇ Σ. τῆς Σικελίας Arist.Mete.359b15 (v.l. Σικάνῃ).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
la Sicanie, partie de la Sicile voisine d'Agrigente ; la Sicile.
Étymologie: Σικανός.
Russian (Dvoretsky)
Σῑκᾰνία: ион. Σῑκᾰνίη ἡ Сикания
1 часть Сицилии, примыкающая к Акраганту Hom.;
2 древнее название Сицилии Hom., Her., Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
Σῑκᾰνία: Ἰωνικ. -ίη, ἡ, Sicania, κυρίως μέρος τῆς Σικελίας παρὰ τὸν Ἀκράγαντα, εἶτα καθόλου ἀντὶ Σικελία, Ὀδ. Ω. 307· - Σικανός [ῐ Καλλ. εἰς Ἄρτ. 57], ὁ, Σικελός, Θουκ. 6. 2, κτλ.· ἐπίθετ. Σικανικός, ή, όν, αὐτόθι 62· ἐν τῇ Σικανικῇ τῆς Σικελίας Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 40, Ἡσύχ.
Greek Monotonic
Σῑκᾰνία: Ιων. -ίη, ἡ, Σικανία, δηλ. το τμήμα της Σικελίας κοντά στην πόλη του Ακράγαντα· επίσης = Σικελία, σε Ομήρ. Οδ.· Σικανός, ὁ, ο κάτοικος της Σικανίας, σε Θουκ.· επίθ., Σικανικός, -ή, -όν, στον ίδ.
Middle Liddell
Σῑκᾰνία, ἡ,
Sicania, i. e. the part of Sicily near Agrigentum: also = Σικελία, Od.