καθηλόω: Difference between revisions
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=-ῶ (=καρφώνω). Ἀπό τό κατά + [[ἡλόω]] -ῶ (ἀπό το [[ἧλος]] = καρφί).<br><b>Παράγωγα:</b> [[καθήλωσις]] = [[καθήλωμα]] (=κάρφωμα), [[ἀποκαθήλωσις]] (=ξεκάρφωμα), [[καθηλωτής]], [[καθηλωτός]]. | |mantxt=-ῶ (=[[καρφώνω]]). Ἀπό τό κατά + [[ἡλόω]] -ῶ (ἀπό το [[ἧλος]] = καρφί).<br><b>Παράγωγα:</b> [[καθήλωσις]] = [[καθήλωμα]] (=[[κάρφωμα]]), [[ἀποκαθήλωσις]] (=[[ξεκάρφωμα]]), [[καθηλωτής]], [[καθηλωτός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 November 2022
English (LSJ)
or κατηλόω (cf. ἧλος), A nail on, παραβλήματα κατηλῶσαι IG22.1604.31 (iv B.C.); τι πρός τι Plu.Alex.24; περί τι Apollod.1.9.1, cf. IG22.463.79, 1668.57; οἷον κ. τὴν ψυχὴν πρὸς τὴν ἀπόλαυσιν Porph. Abst.1.38:—Pass., κλῖμαξ σανίσι καθηλωμένη with boards nailed thereto, Plb.1.22.5, cf. Apollod.Poliorc.189.5; καθηλωθήσεται σύριγξι καμαρικαῖς Ath.Mech.36.5; λεπίδες καθηλωμέναι nailed on, D.S.20.91, cf. Orib.49.4.51; Χάλκωμα συμμαχίας… ἐν Καπετωλίῳ κατηλωθῆναι IG 12(3).173.7 (Astypalaea, ii B.C.). II by confusion of Hebr. sāmar 'bristled' with sāmar, imper. sèmōr 'nail thou', καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τὰς σάρκας μου LXX Ps.118(119).120.
German (Pape)
[Seite 1284] annageln, festnageln; κλίμαξ ἐπικαρσίαις σανίσι καθηλωμένη Pol. 1, 22, 5; πρός τι, Plut. Alex. 24; πρός τινι, D. Sic. 20, 54.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
clouer.
Étymologie: κατά, ἡλόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-ηλόω vastspijkeren, vasttimmeren (aan, tegen), met πρός + acc.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθηλόω:
1 пригвождать, приколачивать, прибивать (πρός и εἴς τι Plut.; πρός τινι Diod.);
2 сколачивать: σανίσι καθηλωμένος Polyb. сколоченный из досок.
Greek Monotonic
καθηλόω: μέλ. -ώσω, καρφώνω πάνω σε, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
καθηλόω: καρφώνω τι ἐπί τινος ἢ εἴς τι, τι πρός τι Πλουτ. Ἀλέξ. 24· πρός τινι Διόδ. 20. 54· περί τι Ἀπολλόδ. 1. 9, 1. - Παθ., σανίσι καθηλωμένη, καρφωμένη μέ..., Πολύβ. 1. 22, 5· χάλκωμα συμμαχίας… ἐν Καπιτωλίῳ καθηλωθῆναι Συλλ. Ἐπιγρ. 2485. 7.
Middle Liddell
fut. ώσω
to nail on or to, Plut.
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=καρφώνω). Ἀπό τό κατά + ἡλόω -ῶ (ἀπό το ἧλος = καρφί).
Παράγωγα: καθήλωσις = καθήλωμα (=κάρφωμα), ἀποκαθήλωσις (=ξεκάρφωμα), καθηλωτής, καθηλωτός.