λεύσιμος: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leysimos | |Transliteration C=leysimos | ||
|Beta Code=leu/simos | |Beta Code=leu/simos | ||
|Definition= | |Definition=λεύσιμον, ([[λεύω]]) [[stoning]], χεὶρ λ. E.''Or.''863; <b class="b3">λ. καταφθοραί</b> death [[by stoning]], Id.''Ion''1237 (lyr.); <b class="b3">θανάτου λεύσιμον ἄταν</b> ib.1240 (lyr.); θανεῖν λ. πετρώματι Id.''Or.''50; <b class="b3">λ. δοῦναι δίκην</b> ib.614, cf. ''Heracl.''60; <b class="b3">λ. ἀραί</b> curses [[that will end in stoning]], A.Ag..1616; [[stoned]], [[θῦμα]] ib.1118 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
λεύσιμον, (λεύω) stoning, χεὶρ λ. E.Or.863; λ. καταφθοραί death by stoning, Id.Ion1237 (lyr.); θανάτου λεύσιμον ἄταν ib.1240 (lyr.); θανεῖν λ. πετρώματι Id.Or.50; λ. δοῦναι δίκην ib.614, cf. Heracl.60; λ. ἀραί curses that will end in stoning, A.Ag..1616; stoned, θῦμα ib.1118 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 36] das Steinigen betreffend, εἰ χρὴ θανεῖν νὼ λευσίμῳ πετρώματι, durch Steinigung sterben, Eur. Or. 50; καταφθοραί, ἄτα, Ion 1236. 1240; ἄλγος, Heracl. 765, wie Aesch. δημοῤῥιφεῖς λευσίμους ἀράς, des Volkes Fluch mit der Steinigung, Ag. 1599; auch der Steinigung verdient, κατολολυξάτω θύματος λευσίμου, 1089.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne la lapidation : λεύσιμοι ἀραί ESCHL imprécations pour souhaiter à qqn d'être lapidé.
Étymologie: λεύω.
Russian (Dvoretsky)
λεύσιμος:
1 побивающий камнями (χείρ Eur.);
2 состоящий в побивании камнями (θάνατος Eur.): θανεῖν λευσίμῳ πετρώματι Eur. быть побитым камнями (насмерть);
3 осуждающий на побиение камнями (δίκη Eur.);
4 сопровождающийся побиением камнями (ἀραί Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
λεύσῐμος: -ον, (λεύω) λιθοβολῶν, χεὶρ λ. Εὐρ. Ὀρ. 863· λ. καταφθοραί, θάνατος διὰ λιθοβολίας, Εὐρ. Ἴων 1236· θανάτου λεύσιμον ἄταν αὐτόθι 1239· θανεῖν λευσίμῳ πετρώματι ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 50· λ. δοῦναι δίκην αὐτόθι 614, πρβλ. Ἡρακλ. 60· λ. ἀραί, κατάραι ὧν τὸ τέλος ἔσται ἡ λιθοβολία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1616· ἴδε ἐν λέξ. θῦμα.
Greek Monolingual
λεύσιμος, -ον (Α) λεύω
1. αυτός που λιθοβολεί, ο λιθοβόλος («πότερα λευσίμῳ χειρὶ ἢ διὰ σιδήρου πνεῡμ' ἀπορρῆξαί με δεῖ», Ευρ.)
2. φρ. «λεύσιμοι καταφθοραί» — θάνατοι με λιθοβολισμό.
Greek Monotonic
λεύσῐμος: -ον (λεύω), αυτός που χρησιμοποιεί λιθοβολισμό, σε Ευρ.· λεύσιμοι καταφθοραί ή θάνατος, θάνατος δια λιθοβολισμού, στον ίδ.· λεύσιμοι ἀραί, κατάρες που οδηγούν στον λιθοβολισμό, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
λεύσῐμος, ον λεύω
stoning, Eur.; λ. καταφθοραί or θάνατος death by stoning, Eur.; λ. ἀραί curses that will end in stoning, Aesch.