ἱππόλοφος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />garni d'une crinière de cheval.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[λόφος]].
|btext=ος, ον :<br />][[garni d'une crinière de cheval]].<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[λόφος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 17:00, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππόλοφος Medium diacritics: ἱππόλοφος Low diacritics: ιππόλοφος Capitals: ΙΠΠΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: hippólophos Transliteration B: hippolophos Transliteration C: ippolofos Beta Code: i(ppo/lofos

English (LSJ)

ον, with horsehair crest, κόρυς IG12(2).129 (Mytilene); ἱ. λόγοι, by comic metaph., Ar.Ra.818.

German (Pape)

[Seite 1260] κόρυς, mit Roßhaaren besetzt, Ep. ad. 194 (App. 323).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
]garni d'une crinière de cheval.
Étymologie: ἵππος, λόφος.

Russian (Dvoretsky)

ἱππόλοφος:
1 снабженный султаном из конских волос (κόρυς Anth.);
2 пышный, напыщенный (λόγοι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόλοφος: -ον, ἔχων λόφον ἐξ ἱππείων τριχῶν, ἱππόλοφος κόρυς Ἀνθ. Π. παράρτ. 323˙ -ἱππόλ. Λόγοι, κατὰ κωμικὴν μεταφορ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.

Greek Monolingual

ἱππόλοφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λοφίο με τρίχες αλόγου
2. φρ. (μτφ. με κωμ. σημασία) «ἱππόλοφοι λόγοι» — αλογότριχες, λόγια σαν λοφία με τρίχες αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + λόφος «λοφίο»].

Greek Monotonic

ἱππόλοφος: -ον, αυτός που έχει χαίτη ή λοφίο, περικεφαλαία από αλογότριχες, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἱππό-λοφος, ον
with horse-hair crest, Ar., Anth.