βουκολιάζω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ") |
m (Text replacement - "btext=([a-zA-ZÀ-ÿ\s'-]+);<br" to "btext=$1;<br") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=chanter des chants de berger;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[βουκολιάζομαι]] <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[βουκόλος]]. | |btext=[[chanter des chants de berger]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[βουκολιάζομαι]] <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[βουκόλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 14:10, 9 January 2023
German (Pape)
[Seite 456] Hirtenlieder singen u. dichten, Theocr. 5, 44, in dor. Form βουκολιάσδω. – Med., in ders. Bdtg, Theocr. 9, 1 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
chanter des chants de berger;
Moy. βουκολιάζομαι m. sign.
Étymologie: βουκόλος.
Greek (Liddell-Scott)
βουκολιάζω: Βίων 5, 5· καὶ μέσ. βουκολιάζομαι, Δωρ. βωκολιάσδομαι, μέλλ. -αξιοῦμαι, ἀποθ., ψάλλω ἢ ποιῶ βουκολικὰ ᾄσματα, Θεόκρ. 5. 44 (μετὰ διαφ. γραφ. -αξεῖς), 60., 7. 36., 9.1 καὶ 5·- παρ’ Εὐστ. 1416. 39 καὶ -ίζω.
Greek Monolingual
βουκολιάζω και βουκολιάζομαι και (δωρ. τ.) βωκολιάσδομαι (Α)
συνθέτω και τραγουδώ βουκολικά άσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουκόλος, κατά τα θεσμοφοριάζω, οργιάζω κ.ά.].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουκολιάζω, Dor. βουκολιάσδω βουκολέω med. herdersliederen zingen.