ρυτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1$2, $3$4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[ρυτήρας]].<br /> <b>(II)</b><br />-ῆρος, ὁ, θηλ. [[ῥύτειρα]] και ([[ῥυστήρ]], -ῆρος, Α<br />αυτός που σώζει, [[λυτρωτής]], [[σωτήρας]], [[απελευθερωτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥῡ</i>- του <i>ἐρυω</i> (ΙΙ) «[[προστατεύω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ῥύσιος]], [[ῥῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πυρσευ</i>-<i>τήρ</i>). Ο τ. [[ῥυστήρ]] εμφανίζει δυσερμήνευτο -<i>σ</i>-].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[ρυτήρας]].<br /> <b>(II)</b><br />-ῆρος, ὁ, θηλ. [[ῥύτειρα]] και ([[ῥυστήρ]], -ῆρος, Α<br />αυτός που σώζει, [[λυτρωτής]], [[σωτήρας]], [[απελευθερωτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥῡ</i>- του <i>ἐρυω</i> (ΙΙ) «[[προστατεύω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ῥύσιος]], [[ῥῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[πυρσευτήρ]]). Ο τ. [[ῥυστήρ]] εμφανίζει δυσερμήνευτο -<i>σ</i>-].
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[λουρί]], [[σωτήρας]]). Ἀπό τό [[ρύομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[λουρί]], [[σωτήρας]]). Ἀπό τό [[ρύομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 16:10, 11 May 2023

Greek Monolingual

(I)
-ῆρος, ὁ, Α
βλ. ρυτήρας.
(II)
-ῆρος, ὁ, θηλ. ῥύτειρα και (ῥυστήρ, -ῆρος, Α
αυτός που σώζει, λυτρωτής, σωτήρας, απελευθερωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- του ἐρυω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥύσιος, ῥῦσις) + επίθημα -τήρ (πρβλ. πυρσευτήρ). Ο τ. ῥυστήρ εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ-].

Mantoulidis Etymological

(=λουρί, σωτήρας). Ἀπό τό ρύομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.