παροινικός: Difference between revisions

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paroinikos
|Transliteration C=paroinikos
|Beta Code=paroiniko/s
|Beta Code=paroiniko/s
|Definition=ή, όν, [[addicted to wine]], [[drunken]]: Sup. παροινικώτατος <span class="bibl">Ar. <span class="title">V.</span>1300</span>.</span>
|Definition=παροινική, παροινικόν, [[addicted to wine]], [[drunken]]: Sup. παροινικώτατος Ar. ''V.''1300.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροινικός Medium diacritics: παροινικός Low diacritics: παροινικός Capitals: ΠΑΡΟΙΝΙΚΟΣ
Transliteration A: paroinikós Transliteration B: paroinikos Transliteration C: paroinikos Beta Code: paroiniko/s

English (LSJ)

παροινική, παροινικόν, addicted to wine, drunken: Sup. παροινικώτατος Ar. V.1300.

German (Pape)

[Seite 525] ή, όν, = παροίνιος, Ar. Vesp. 1300 im superl.; adv. παροινικῶς, Cic. ad Att. 10, 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui est ivre et commet des inconvenances ; addict au vin.
Étymologie: πάροινος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροινικός -ή -όν [πάροινος] stomdronken, zwaar onder invloed.

Russian (Dvoretsky)

παροινικός: пьяный, бесчинствующий во хмелю Arph.

Greek (Liddell-Scott)

παροινικός: -ή, -όν, ὁ παραδεδομένος εἰς τὸν οἶνον, μέθυσος, Λατ. temulentus, παροινικώτατος Ἀριστοφ. Σφ. 1300. Ἐπίρρ. -κῶς, Κικ. πρ. Ἀττ. 10. 10, 1.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πάροινος
οινοπότης, μέθυσος ή αυτός που ασχημονεί στο μεθύσι του.
επίρρ...
παροινικῶς Α
με συμπεριφορά μέθυσου, ασχημονώντας σαν μέθυσος.

Greek Monotonic

παροινικός: -ή, -όν, εθισμένος στο κρασί, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

παροινικός, ή, όν
addicted to wine, Ar.