καταστάτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui rétablit, qui restaure.<br />'''Étymologie:''' [[καθίστημι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[qui rétablit]], [[qui restaure]].<br />'''Étymologie:''' [[καθίστημι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:30, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστάτης Medium diacritics: καταστάτης Low diacritics: καταστάτης Capitals: ΚΑΤΑΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: katastátēs Transliteration B: katastatēs Transliteration C: katastatis Beta Code: katasta/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, A establisher, restorer, δόμων S.El.72. 2 in dual, καταστάτω (Elean), as official title, Schwyzer 418.13 (Olympia).

German (Pape)

[Seite 1381] ὁ, Anordner, Feststeller, δόμων Soph. El. 72, Schol. εὐτρεπιστής.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui rétablit, qui restaure.
Étymologie: καθίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταστάτης -ου, ὁ [καθίστημι] stichter.

Russian (Dvoretsky)

καταστάτης: ου (στᾰ) ὁ восстановитель или устроитель (δόμων Soph.).

Greek Monolingual

καταστάτης, ὁ (Α) καθίστημι
αυτός που επανορθώνει.

Greek Monotonic

καταστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (καθίστημι), ιδρυτής, θεμελιωτής, επανορθωτής, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

καταστάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ θεμελιωτής, ἱδρυτής, ἐπανορθωτής, κ. δόμων, ὁ Σχολ. εὐτρεπιστήν, Σοφ. Ἠλ. 72.― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 30.

Middle Liddell

κᾰταστάτης, ου, καθίστημι
an establisher, restorer, Soph.