παχυδερμία: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pachydermia | |Transliteration C=pachydermia | ||
|Beta Code=paxudermi/a | |Beta Code=paxudermi/a | ||
|Definition=Ion. | |Definition=Ion. [[παχυδερμίη]], ἡ, [[thickness of skin]], Hp.''Epid.''5.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=παχυδερμίᾱ -ας, ἡ, Ion. παχυδερμίη [παχύδερμος] [[huidverdikking]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:58, 25 August 2023
English (LSJ)
Ion. παχυδερμίη, ἡ, thickness of skin, Hp.Epid.5.9.
German (Pape)
[Seite 539] ἡ, Dickhäutigkeit, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχῠδερμία: ἡ, παχύτης δέρματος, Ἱππ. 1144Β.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, (ιων. τ. παχυδερμίη Α παχύδερμος
παχύτητα του δέρματος, χονδροδερμία
νεοελλ.
1. ιατρ. πάχυνση του δέρματος που οφείλεται σε ινώδη υπερπλασία και παρατηρείται κυρίως επί ελεφαντιάσεως
2. (κτην.) πάθηση τών αλόγων, τών βοοειδών και τών σκύλων που οφείλεται στις περισσότερες περιπτώσεις σε χρόνιες λεμφαγγειίτιδες, εκζεματώδεις καταστάσεις κ.ά.
3. μτφ. αναισθησία, κτηνωδία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παχυδερμίᾱ -ας, ἡ, Ion. παχυδερμίη [παχύδερμος] huidverdikking.