καταριγηλός: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, , .<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />effrayant, horrible, odieux.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥιγέω]].
|btext=ή, όν :<br />[[effrayant]], [[horrible]], [[odieux]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥιγέω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 19:34, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρῑγηλός Medium diacritics: καταριγηλός Low diacritics: καταριγηλός Capitals: ΚΑΤΑΡΙΓΗΛΟΣ
Transliteration A: katarigēlós Transliteration B: katarigēlos Transliteration C: katarigilos Beta Code: katarighlo/s

English (LSJ)

ή, όν, making one shudder, horrible, λυγρά, τά τ' ἄλλοισίν γε καταριγηλὰ πέλονται [κατᾱρ-] Od.14.226.

German (Pape)

[Seite 1374] schauderhaft, verhaßt, im Gegensatz von φίλος, Od. 14, 226.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
effrayant, horrible, odieux.
Étymologie: κατά, ῥιγέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταριγηλός -ή -όν [κατά, ῥιγέω] huiveringwekkend.

Russian (Dvoretsky)

κατᾱρῑγηλός: приводящий в трепет, страшный (λυγρά Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

καταρῑγηλός: -ή, -όν, ὁ κάμνων τινὰ νὰ αἰσθάνηται ῥῖγος, νὰ «ἀνατριχιάζῃ», τρομερός, φρικτός, λυγρά, τὰ τ’ ἄλλοισίν γε καταριγηλὰ πέλονται κατᾱρ- ἐν ἄρσει Ὀδ. Ξ. 226· ἔνθα ἀντιτίθεται τῷ φίλος.

Greek Monolingual

καταριγηλός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί ρίγος, ανατριχιαστικός, τρομερός, φρικτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥιγηλός (< ῥῖγος)].

Greek Monotonic

καταρῑγηλός: -ή, -όν, αυτός που κάνει κάποιον να αναρριγεί, τρομερός, φρικτός, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

κατα-ρῑγηλός, ή, όν
making one shudder, horrible, Od.