πάνσεμνος: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />tout à fait vénérable.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[σεμνός]]. | |btext=ος, ον :<br />[[tout à fait vénérable]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[σεμνός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 14:15, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, all-majestic, μαθήματα Luc.Vit.Auct.26, cf.Anach.9.
German (Pape)
[Seite 462] ganz, sehr ehrwürdig, Luc. Vit. auct. 26 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait vénérable.
Étymologie: πᾶν, σεμνός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάνσεμνος -ον [πᾶς, σεμνός] zeer eerbiedwaardig.
Russian (Dvoretsky)
πάνσεμνος: глубоко почитаемый (μαθήματα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
πάνσεμνος: -ον, ὁ πάνυ σεμνός, μεγαλοπρεπής, Λουκιαν. Βίων Πρᾶσις 26.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής («πάνσεμνα φῂς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα», Λουκιαν.)
μσν.
πάρα πολύ σεμνός, υπόδειγμα σεμνότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + σεμνός «σεβαστός, μεγαλοπρεπής»].
Greek Monotonic
πάνσεμνος: -ον, εξαιρετικά μεγαλοπρεπής, σε Λουκ.
Middle Liddell
πάν-σεμνος, ον,
all-majestic, Luc.