καλλίφωνος: Difference between revisions
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
m (Text replacement - "(\]\]\]) ([a-zA-Z' ]+)(:\. )" to "$1 $2$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καλλίφωνος -ον [[[καλός]], [[φωνή]]] met fraaie stem:. ὑποκριτής toneelspeler met fraaie stem Plat. Lg. 817c. | |elnltext=καλλίφωνος -ον [[[καλός]], [[φωνή]]] [[met fraaie stem]]:. ὑποκριτής toneelspeler met fraaie stem Plat. Lg. 817c. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 15:33, 29 November 2022
English (LSJ)
ὁ, ἡ, with a fine voice, ὑποκριταί Pl.Lg.817c; expl. of Καλλιόπη, Corn. ND14.
German (Pape)
[Seite 1311] schönstimmig, mit schöner Sprache, ὑποκριτής Plat. Legg. VII, 817 c.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a une belle voix, un son agréable;
Sp. καλλιφωνότατος.
Étymologie: καλός, φωνή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλίφωνος -ον [καλός, φωνή] met fraaie stem:. ὑποκριτής toneelspeler met fraaie stem Plat. Lg. 817c.
Russian (Dvoretsky)
καλλίφωνος:
1 сладкогласный (ὑποκριταί Plat.);
2 сведущий в законах благозвучия (λογιώτατος καὶ καλλιφωνότατος Plut.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM καλλίφωνος, -ον)
αυτός που έχει καλή, γλυκιά φωνή («καλλιφώνους ὑποκριτὰς εἰσαγαγομένους», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύφωνος, οξύφωνος].
Greek Monotonic
καλλίφωνος: ὁ, ἡ (φωνή), αυτός που έχει όμορφη και μελωδική φωνή, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίφωνος: ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν φωνήν, ὑποκριταὶ Πλάτ. Νόμ. 817C.
Middle Liddell
καλλί-φωνος, ὁ, ἡ, φωνή
with a fine voice, Plat.