σιδηροβριθής: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[βαρύς]] εξαιτίας του σιδήρου που έχει («σιδηροβριθές τ' ἔλαβε δεξιᾷ [[ξύλον]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βριθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρίθος]], <i>τὸ</i> <span style="color: red;"><</span> [[βρίθω]] «[[γεμίζω]]»), | |mltxt=-ές, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[βαρύς]] εξαιτίας του σιδήρου που έχει («σιδηροβριθές τ' ἔλαβε δεξιᾷ [[ξύλον]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βριθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρίθος]], <i>τὸ</i> <span style="color: red;"><</span> [[βρίθω]] «[[γεμίζω]]»), [[πρβλ]]. [[χθονοβριθής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:33, 10 May 2023
English (LSJ)
ές, ironloaded, ξύλον E.Fr.531.
German (Pape)
[Seite 879] ές, schwer von Eisen, eisenbelastet, von eiserner Wucht, ξύλον, Eur. Mel. frg. 4 bei Ar. Ran. 1398.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιδηροβριθής -ές [σίδηρος, βρίθω] met zware ijzeren punt.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηροβρῑθής: отягченный железом: σιδηροβριθὲς ξύλον Eur. = λόγχη.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που είναι βαρύς εξαιτίας του σιδήρου που έχει («σιδηροβριθές τ' ἔλαβε δεξιᾷ ξύλον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βριθής (< βρίθος, τὸ < βρίθω «γεμίζω»), πρβλ. χθονοβριθής].
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροβρῑθής: -ές, πεφορτωμένος σίδηρον, σίδηρον ἔχων, ξύλον Εὐρ. Ἀποσπ. 535.