χθονοβριθής

From LSJ

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138

German (Pape)

[Seite 1355] ές, auf die Erde niederdrückend, δεσμός Synes.

Greek (Liddell-Scott)

χθονοβρῑθής: -ές, ὁ πιέζων τὴν γῆν βαρέως, βαρύς, Συνεσ. Ὕμν. 4. 289.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που πιέζει τη γη με το βάρος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + -βριθής (< βρῖθος < βρίθω), πρβλ. σιδηροβριθής].