Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξείλλω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(b)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0875.png Seite 875]] s. [[ἐξειλέω]] u. vgl. [[ἐξίλλω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0875.png Seite 875]] s. [[ἐξειλέω]] u. vgl. [[ἐξίλλω]].
}}
{{ls
|lstext='''ἐξείλλω''': καὶ [[ἐξειλέω]], [[ἐκτυλίσσω]], [[ἀνακαλύπτω]] τὰ ἴχνη, ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 6, 15. 2) [[εἴργω]], [[κωλύω]] τινὰ ἔκ τινος. ἐάν τις ἐξείλῃ τινὰ τῆς ἐργασίας Δημ. 976 ἐν τέλει, πρβλ. [[ἐξούλης]] [[δίκη]]. 3) [[ἐκβάλλω]] λίθον ἐκ τῆς οὐρήθρας. Γαλην. 4) [[ἐκφεύγω]], [[ἐκεῖθεν]] ἐξειλήσας ἦλθον εἰς τήν.. Χάρυβδιν Ἰωάνν. Μαλαλ. σ. 121. 13· ― [[ἐξίλλω]] [[εἶναι]] διάφ. γραφ., ἴδε ἐν λ. [[εἴλω]].
}}
}}

Revision as of 10:12, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξείλλω Medium diacritics: ἐξείλλω Low diacritics: εξείλλω Capitals: ΕΞΕΙΛΛΩ
Transliteration A: exeíllō Transliteration B: exeillō Transliteration C: ekseillo Beta Code: e)cei/llw

English (LSJ)

   A = ἐξειλέω, disentangle, τὰ ἴχνη, of hounds at a check, X. Cyn.6.15.    2 keep forcibly from, debar from, ἐάν τις ἐξείλλῃ τινὰ τῆς ἐργασίας D.37.35, cf. Sol.Oxy.221 xiv 13; αἰ δέ χ' ὑπὸ πολέμω ἐγϝηληθίωντι ( ἐξειληθῶσι) Tab.Heracl.1.152.    3 force a stone from the urethra, prob. in Gal.19.659 (ἐξιλεῶσαι 'relieve the patient', Kühn).—ἐξίλλω is a v.l.

German (Pape)

[Seite 875] s. ἐξειλέω u. vgl. ἐξίλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξείλλω: καὶ ἐξειλέω, ἐκτυλίσσω, ἀνακαλύπτω τὰ ἴχνη, ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 6, 15. 2) εἴργω, κωλύω τινὰ ἔκ τινος. ἐάν τις ἐξείλῃ τινὰ τῆς ἐργασίας Δημ. 976 ἐν τέλει, πρβλ. ἐξούλης δίκη. 3) ἐκβάλλω λίθον ἐκ τῆς οὐρήθρας. Γαλην. 4) ἐκφεύγω, ἐκεῖθεν ἐξειλήσας ἦλθον εἰς τήν.. Χάρυβδιν Ἰωάνν. Μαλαλ. σ. 121. 13· ― ἐξίλλω εἶναι διάφ. γραφ., ἴδε ἐν λ. εἴλω.