ἔξαιμος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(b) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0863.png Seite 863]] blutleer, verblutet, Hippocr. u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0863.png Seite 863]] blutleer, verblutet, Hippocr. u. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἔξαιμος''': -ον, ([[αἷμα]]) «ὁ [[λίφαιμος]], ὁ πλεῖστον [[αἷμα]] κενώσας» Σουΐδ.˙ φλεβοτομούμενος δέ… ἕως [[ἔξαιμος]] ἐγένετο Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Ε΄, 1143, 9, π. τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 909, Διόδ. 3. 35. κτλ.˙ [[οὕτως]], ἐξαίμων, ονος, ὁ, ἡ, [[Πολυδ]]. Δ΄, 186, Η΄, 79. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, (αἷμα)
A bloodless, drained of blood, Hp.VC16, Epid.5.6, D.S.3.35, etc.
German (Pape)
[Seite 863] blutleer, verblutet, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξαιμος: -ον, (αἷμα) «ὁ λίφαιμος, ὁ πλεῖστον αἷμα κενώσας» Σουΐδ.˙ φλεβοτομούμενος δέ… ἕως ἔξαιμος ἐγένετο Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Ε΄, 1143, 9, π. τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 909, Διόδ. 3. 35. κτλ.˙ οὕτως, ἐξαίμων, ονος, ὁ, ἡ, Πολυδ. Δ΄, 186, Η΄, 79.