ἄχρωστος: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=achrostos
|Transliteration C=achrostos
|Beta Code=a)/xrwstos
|Beta Code=a)/xrwstos
|Definition=ον, (χρώζω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[untouched]], ἄ. γόνατα χερῶν ἐμῶν <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span> 831</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[uncoloured]], [[colourless]], Democr. ap. Plu.2.1111a.</span>
|Definition=ἄχρωστον, ([[χρώζω]])<br><span class="bld">A</span> [[untouched]], ἄ. γόνατα χερῶν ἐμῶν E.''Hel.'' 831.<br><span class="bld">II</span> [[uncoloured]], [[colourless]], Democr. ap. Plu.2.1111a.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 10:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχρωστος Medium diacritics: ἄχρωστος Low diacritics: άχρωστος Capitals: ΑΧΡΩΣΤΟΣ
Transliteration A: áchrōstos Transliteration B: achrōstos Transliteration C: achrostos Beta Code: a)/xrwstos

English (LSJ)

ἄχρωστον, (χρώζω)
A untouched, ἄ. γόνατα χερῶν ἐμῶν E.Hel. 831.
II uncoloured, colourless, Democr. ap. Plu.2.1111a.

Spanish (DGE)

-ον no tocado ἄχρωστα γόνατ' ἐμῶν ... χερῶν E.Hel.831.
-ον
que no tiene color τὸ δ' ἀναφὲς καὶ ἄχρωστον καὶ ὅλως ἄποιον οὐκ ἔχει διαφοράν, ἀλλ' ὅμοιόν ἐστιν Plu.2.947c, cf. 948e, Plu.2.1111a (= Democr.A 57).

German (Pape)

[Seite 420] 1) unberührt, τινός, von etwas, Eur. Hel. 831. – 2) ungefärbt, Plut. adv. Col. 8, öfter.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne sent pas le contact de la peau, non touché;
2 non coloré, sans couleur.
Étymologie: , χρώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἄχρωστος:
1 нетронутый: οὐκ ἄχρωστα γόνατ᾽ ἐμῶν ἕξει χερῶν Eur. я прикоснусь к ее коленям, т. е. буду умолять ее;
2 Plut. = ἀχρωμάτιστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχρωστος: -ον, (χρώζω) ἄψαυστος, ἄθικτος, ἄχρ. χερῶν ἐμῶν Εὐρ. Ἑλ. 831. ΙΙ. μὴ χρωματισθείς, ἄχρωμος, Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1111Α.

Greek Monolingual

ἄχρωστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν τον έχει αγγίξει κανείς, άθικτος
2. άχρωμος, αχρωμάτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (θέμα) χρωσ-, χρώζω-χρώννυμι «αγγίζω, χρωματίζω»].

Greek Monotonic

ἄχρωστος: -ον (χρώζω), άθικτος, χερῶν ἐμῶν, με τα χέρια μου, σε Ευρ.

Middle Liddell

χρώζω
untouched, χερῶν ἐμῶν by my hands, Eur.