ἀνόρεκτος: Difference between revisions
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anorektos | |Transliteration C=anorektos | ||
|Beta Code=a)no/rektos | |Beta Code=a)no/rektos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνόρεκτον,<br><span class="bld">A</span> [[without appetite for]], ἀπολαύσεως Arist.''VV''1250b9; ἡδονῆς Andronic. Rhod.p.576 M.; περὶ τὰς ἀπολαύσεις Arist.''VV''1250a8: abs., Sor.1.24, Plu.2.460a, etc. Adv. [[ἀνορέκτως]], ἔχειν Gal.10.576.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[not desired]], of food, Plu.2.664a. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνόρεκτον,
A without appetite for, ἀπολαύσεως Arist.VV1250b9; ἡδονῆς Andronic. Rhod.p.576 M.; περὶ τὰς ἀπολαύσεις Arist.VV1250a8: abs., Sor.1.24, Plu.2.460a, etc. Adv. ἀνορέκτως, ἔχειν Gal.10.576.
II Pass., not desired, of food, Plu.2.664a.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no tiene apetito c. gen. αἰσχρᾶς ἡδονῆς Arist.VV 1250b9, Andronic.Rhod.p.576, φαύλων ἡδονῶν Arist.VV 1250a8, σιτίων Plu.2.460a
•abs. στόμαχος Sor.16.7
•abs. individuo que no tiene deseo de orinar, Pelagon.140.
2 fig. displicente ἀνορέκτους παρέχειν τὰς ἀκοὰς τῷ ... νόμῳ hacer oídos sordos a la ley Const.Or.S.C. en Eus.M.20.1269C.
II que no es apetecido τὸ δὲ ἀπαθὲς ἀνήδονον πάντῃ καὶ ἀνόρεκτον Dam.in Phlb.86
•subst. τὸ ἀ. Plu.2.664a.
III adv. -ως sin apetito ἀνορέκτως ἔχειν Gal.10.576.
German (Pape)
[Seite 241] ohne Verlangen, ohne Appetit, Galen.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans appétit, sans désir;
2 non désiré.
Étymologie: ἀ, ὀρέγω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνόρεκτος:
1 не имеющий желаний, лишенный потребностей (τινος и περί τι Arst.);
2 не имеющий аппетита (οἱ νοσοῦντες Plut.);
3 не возбуждающий аппетита Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόρεκτος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄρεξιν, μ. γεν., πάσης ἀπολαύσεως αἰσχράς ἡδονῆς ἀνόρεκτον Ἀριστ. περὶ ἀρετ. 4, 5· μετ’ αἰτ. ἀνόρεκτοι περὶ τὰς ἀπολαύσεις τῶν φαύλων ἡδονῶν αὐτόθι 2. 1· ἀπολ., Πλούτ. 2. 460Α: ― Ἐπίρρ. -έκτως, ἀνορέκτως ἔχειν Ἀλέξ. Τραλλ. 6. 2, σ. 102. ΙΙ. τὸ ἀνόρεκτον, τὸ μὴ κινοῦν τὴν ὄρεξιν, Πλούτ. 2. 664Α.
Greek Monolingual
κ. ανόρεχτος, -η, -ο (Α ἀνόρεκτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει όρεξη για φαγητό
2. απρόθυμος, κακόκεφος, κακοδιάθετος
νεοελλ.
(Σημειολ.) αυτός που πάσχει από ανορεξία
αρχ.
(με παθ. σημ.) ανεπιθύμητος.