διπυρίτης: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dipyritis
|Transliteration C=dipyritis
|Beta Code=dipuri/ths
|Beta Code=dipuri/ths
|Definition=[ρῑ] (''[[sc.]]'' [[ἄρτος]]), ὁ, [[twice-baked bread]], [[biscuit]], <span class="bibl">Hp. <span class="title">Int.</span>25</span>.
|Definition=[ρῑ] (''[[sc.]]'' [[ἄρτος]]), ὁ, [[twice-baked bread]], [[biscuit]], Hp. ''Int.''25.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπῠρίτης Medium diacritics: διπυρίτης Low diacritics: διπυρίτης Capitals: ΔΙΠΥΡΙΤΗΣ
Transliteration A: dipyrítēs Transliteration B: dipyritēs Transliteration C: dipyritis Beta Code: dipuri/ths

English (LSJ)

[ρῑ] (sc. ἄρτος), ὁ, twice-baked bread, biscuit, Hp. Int.25.

Spanish (DGE)

(διπῠρίτης) -ου, ὁ pan cocido dos veces, bizcocho o galleta Hp.Int.25 (cód.), Phryn.Com.40 (var.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐπῠρίτης: (ἐνν. ἄρτος), ὁ, ἄρτος δὶς ὠπτημένος, παξιμάδι, Ἱππ. 546. 13.

Greek Monolingual

ο (Α διπυρίτης)
(για άρτο) αυτός που ψήθηκε δυό φορές για να διατηρείται για μακρό χρονικό διάστημα, η γαλέτα, το παξιμάδι
νεοελλ.
θειούχο άλας του σιδήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + πυρίτης].

German (Pape)

ἄρτος zweimal gebackenes Brot, Zwieback, Hippocr.