διπυρίτης
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
[ρῑ] (sc. ἄρτος), ὁ, twice-baked bread, biscuit, Hp. Int.25.
Spanish (DGE)
(διπῠρίτης) -ου, ὁ pan cocido dos veces, bizcocho o galleta Hp.Int.25 (cód.), Phryn.Com.40 (var.).
Greek (Liddell-Scott)
δῐπῠρίτης: (ἐνν. ἄρτος), ὁ, ἄρτος δὶς ὠπτημένος, παξιμάδι, Ἱππ. 546. 13.
Greek Monolingual
ο (Α διπυρίτης)
(για άρτο) αυτός που ψήθηκε δυό φορές για να διατηρείται για μακρό χρονικό διάστημα, η γαλέτα, το παξιμάδι
νεοελλ.
θειούχο άλας του σιδήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + πυρίτης].