ἐναπόληψις: Difference between revisions
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enapolipsis | |Transliteration C=enapolipsis | ||
|Beta Code=e)napo/lhyis | |Beta Code=e)napo/lhyis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[intercepting]], [[catching]], [[retention]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''370a1, ''Spir.''482b31, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.9.3, Dsc.''Eup.'' 1.62.<br><span class="bld">2</span> [[being caught up]], [[involved in]], τὰς ἐ. τῶν συστροφῶν ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει Epicur.''Ep.'' 1p.28U. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A intercepting, catching, retention, Arist.Mete.370a1, Spir.482b31, Thphr. CP 2.9.3, Dsc.Eup. 1.62.
2 being caught up, involved in, τὰς ἐ. τῶν συστροφῶν ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει Epicur.Ep. 1p.28U.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): -λημψις Dsc.2.151.2 (cj.), Eup.1.62, Diog.Oen.98.10
1 cien. interceptación, captura, retención de elementos o sustancias, Arist.Mete.370a1, Spir.482b31, διὰ τὴν ἐναπόληψιν ὑγρότητός τέ τινος καὶ πνεύματος Thphr.CP 2.9.3, cf. Ign.68, αἱ ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν τούτων ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει Epicur.Ep.[2] 77, de los cuerpos celestes, Plu.2.317a, πυρός Gal.17(2).187.
2 retención, acumulación σεισμὸς γίνεται κατὰ πνευμάτων ἐναπόλημψιν ἐν τῇ γῇ Diog.Oen.l.c., cf. Plu.2.134c
•medic. πρὸς δὲ τὰς τῶν ὑδάτων ἐναπολήμψεις para las retenciones de líquidos patológicas, Dsc.Eup.l.c., cf. 2.151.2.
Russian (Dvoretsky)
ἐναπόληψις: εως ἡ захватывание, перехватывание, задержка (sc. τοῦ ἐκπνευματουμένου Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπόληψις: -εως, ἡ, περίκλεισις, κράτησις ἐντός, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 15, π. Πνεύμ. 4, 5, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 3.
Greek Monolingual
ἐναπόληψις, η (AM)
η περίληψη, το κλείσιμο, το κράτημα κάποιου μέσα σε κάτι
αρχ.
μπλέξιμο σε δίνη, το να περιπλέκεται ή να παρασύρεται κάποιος σε κάτι («τὰς ἐναπολήψεις τῶν συστροφῶν ἐν τῇ τοῦ κόσμου γενέσει», Επίκτ.).