εὐφορβία: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efforvia
|Transliteration C=efforvia
|Beta Code=eu)forbi/a
|Beta Code=eu)forbi/a
|Definition=ἡ, [[high feeding]], σφαδᾴζεις πῶλος ὣς εὐφορβίᾳ <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span> 848</span>.
|Definition=ἡ, [[high feeding]], σφαδᾴζεις πῶλος ὣς εὐφορβίᾳ S.''Fr.'' 848.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφορβία Medium diacritics: εὐφορβία Low diacritics: ευφορβία Capitals: ΕΥΦΟΡΒΙΑ
Transliteration A: euphorbía Transliteration B: euphorbia Transliteration C: efforvia Beta Code: eu)forbi/a

English (LSJ)

ἡ, high feeding, σφαδᾴζεις πῶλος ὣς εὐφορβίᾳ S.Fr. 848.

German (Pape)

ἡ, gute Nahrung, Soph. frg. 727.

Russian (Dvoretsky)

εὐφορβία:хороший или обильный корм Soph. ap. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὐφορβία: ἡ, πολυτροφία, σφαδᾳζεις πῶλος ὥς εὐφορβίᾳ, γαστήρ τε γάρ σου καὶ γνάθος πλήρης Σοφ. Ἀποσπ. 727 (Πλούτ. 2, 280F).

Greek Monolingual

εὐφορβία, ἡ (Α) εύφορβος
καλή, άφθονη τροφή ζώων («σφαδάζεις πῶλος ὥς εὐφορβίᾳ γαστήρ τε γάρ σου καὶ γνάθος πλήρης», Σοφ.).
η (ΑΜ εὐφόρβιον, τὸ Εύφορβος
1. είδος φυτού (κν. γαλατσίδα)
2. ο γαλακτώδης χυμός του φυτού αυτού.