οἰωνοθέτης: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui interprète le vol <i>ou</i> le cri des oiseaux, augure.<br />'''Étymologie:''' [[οἰωνός]], [[τίθημι]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />qui interprète le vol <i>ou</i> [[le cri des oiseaux]], [[augure]].<br />'''Étymologie:''' [[οἰωνός]], [[τίθημι]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:38, 6 December 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, interpreter of auguries, S.OT484(lyr.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui interprète le vol ou le cri des oiseaux, augure.
Étymologie: οἰωνός, τίθημι.
German (Pape)
ὁ, der Vogelschauer, der die Bedeutung der Vogelzeichen bestimmt, Soph. O.R. 484.
Russian (Dvoretsky)
οἰωνοθέτης: ου ὁ птицегадатель Soph.
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνοθέτης: -ου, ὁ, ὁ ἑρμηνεύων τοὺς οἰωνούς, Σοφ. Ο. Τ. 483.
Greek Monolingual
οἰωνοθέτης, ὁ (Α)
εξηγητής, ερμηνευτής τών οιωνών, οιωνοσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οιωνός + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. αστροθέτης.
Greek Monotonic
οἰωνοθέτης: -ου, ὁ (τίθημι), αυτός που ερμηνεύει τους οιωνούς, τα προμηνύματα, σε Σοφ.
Middle Liddell
οἰωνο-θέτης, ου, ὁ, τίθημι
an interpreter of auguries. Soph.